Τον ορατό κίνδυνο η Ελλάδα να απολέσει γενετικούς φυτογενετικούς πόρους καλλιεργούμενων ειδών και ζωικούς γενετικούς πόρους, η διατήρηση των οποίων είναι καθοριστική για την ικανοποίηση των βασικών ανθρώπινων αναγκών και απαραίτητη για την ενίσχυση της γεωργίας και της κτηνοτροφίας, των δασών και της αλιείας, επισήμαναν αρμόδιοι ερευνητές του ΕΛΓΟ- ΔΗΜΗΤΡΑ στη διάρκεια σημερινής συνέντευξης που διοργανώθηκε υπό την αιγίδα της Ένωσης Ερευνητών ΕΘΙΑΓΕ. Θέμα της εκδήλωσης η διατήρηση και η αξιοποίηση των εθνικών γενετικών πόρων: Ο ρόλος, οι δυνατότητες και οι υποδομές του ΕΛΓΟ – ΔΗΜΗΤΡΑ.

«Βρισκόμαστε σε κρίσιμη καμπή», επισήμανε ο  διευθυντής ερευνών στον ΕΛΓΟ- ΔΗΜΗΤΡΑ, Γιώργος Σαμούρης, πρόεδρος της Ένωσης Ερευνητών, σημειώνοντας ότι παρά τον αυξανόμενο κίνδυνο από τη μείωση της γενετικής ποικιλότητας και παρά τη σημαντική οικονομική -και όχι μόνο- αξία των γενετικών πόρων «τα θέματα αυτά παραμένουν χαμηλής προτεραιότητας στις πολιτικές αποφάσεις σε εθνικό επίπεδο».

Στο πλαίσιο αυτό αναφέρθηκε στην πολυδιάσπαση και στον κατακερματισμό αρμοδιοτήτων, στην αποδυνάμωση των δημόσιων υποδομών, στην υποστελέχωσή τους και στην απουσία μακροχρόνιας και σταθερής χρηματοδότησης των δράσεων που εντάσσονται στο πλαίσιο της Εθνικής Στρατηγικής για τους Γενετικούς Πόρους.

Σημειώνοντας ότι δεν απαιτούνται τεράστια κεφάλαια, ο ίδιος τόνισε ότι παρά τις αδυναμίες που εντοπίζονται, υπάρχουν οι δυνατότητες ο ΕΛΓΟ-ΔΗΜΗΤΡΑ να εκπληρώσει τον ρόλο του στα θέματα διατήρησης και αξιοποίησης των γενετικών πόρων, γιατί διαθέτει έμπειρο προσωπικό και υποδομές. «Απαραίτητη όμως προϋπόθεση είναι η σχετική θεσμοθέτηση από την πολιτεία και η διασφάλιση των απαραίτητων πόρων -σταθερή χρηματοδότηση και ενίσχυση με προσωπικό», όπως επισήμανε χαρακτηριστικά.

Μείον 20% σε δείγματα η ΤΓΥ την επόμενη 5ετία, αν δεν αναληφθεί δράση

«Αν δεν αλλάξει κάτι την επόμενη 5ετία, το 20% των δειγμάτων που διαθέτει σήμερα η Τράπεζα Γενετικού Υλικού (ΤΓΥ) θα περάσει στην …ιστορία», επισήμανε η ερευνήτρια στον ΕΛΓΟ-Δήμητρα, Πόπη Ράλλη υπεύθυνη συντονισμού της Τράπεζας Διατήρησης Γενετικού Υλικού. Όπως εξήγησε, τα 15.000 δείγματα συλλογής από διάφορες παραδοσιακές ποικιλίες, αλλά και αυτοφυή είδη που είναι συγγενή με τα καλλιεργούμενα, δεν μπορούν να διατηρηθούν για πάντα μέσα στους θαλάμους. Πρέπει ανά τακτά χρονικά διαστήματα να ελέγχουμε τη βλαστική τους ικανότητα, να τα πολλαπλασιάζουμε ξανά και να αποθηκεύουμε και πάλι», σημείωσε.

Η Τράπεζα Διατήρησης Γενετικού Υλικού, αποτελεί το συντονιστικό-εκτελεστικό  όργανο του Εθνικού Συστήματος Διατήρησης και Προστασίας Φυτογενετικών Πόρων Καλλιεργούμενων Ειδών και οι συλλογές της συμπεριλαμβάνουν -μεταξύ άλλων- είδη και ποικιλίες σιτηρών, οσπρίων, ψυχανθών, κηπευτικών, αμπέλου, χορτοδοτικών, βιομηχανικών, αρωματικών-φαρμακευτικών, νέων ανθοκομικών, καθώς και θαμνώδων- δενδρώδων ειδών.
Η προαναφερόμενη τράπεζα, αποτελεί έναν πολύτιμο «ταμιευτήρα χαρακτηριστικών και γονιδίων για τη βελτίωση των φυτών, συμβάλλει ενεργά στην ενίσχυση της επισιτιστικής ασφάλειας και βιώσιμης γεωργίας, συμμετέχοντας σε ευρωπαϊκά δίκτυα, ερευνητικά έργα και δράσεις, με στόχο τη διατήρηση και αξιοποίηση της βιοποικιλότητας», πρόσθεσε.

Το κτίριο όπου στεγάζεται η προαναφερόμενη τράπεζα εγκαινιάστηκε το 2018, αλλά αυτή, σύμφωνα με την κ. Ράλλη, υπάρχει από το 1981 και σκοπός δεν είναι μόνο η διατήρηση των ειδών που «σώζει», αλλά η αξιολόγηση και η αξιοποίησή τους στη γεωργία χαμηλών εισροών και στη βελτίωση.

«Δυστυχώς η ΤΓΥ, από τα πρώτα χρόνια ίδρυσής της αντιμετωπίζει το θέμα της έλλειψης θεσμικού πλαισίου, της τακτικής χρηματοδότησης και του μόνιμου προσωπικού, που μειώνεται σταδιακά και δεν αναπληρώνεται», τόνισε και πρόσθεσε ότι «για τη σωστή λειτουργία της απαιτούνται τουλάχιστον άλλα δέκα άτομα μόνιμο προσωπικό και τουλάχιστον μια σταθερή χρηματοδότηση ύψους 100.000 ευρώ ετησίως».
Επιχειρηματολογώντας για τη σημασία της ύπαρξης της ΤΓΥ, η κ. Ράλλη ανέφερε ότι τα δείγματα που διατηρεί «δεν μπορούν να βρεθούν πλέον πουθενά αλλού και αυτό το ξέρουμε με βεβαιότητα γιατί δεχόμαστε καθημερινά αιτήματα από παραγωγούς που έχασαν ποικιλίες και θέλουν να τις βρουν μέσα από την τράπεζα γενετικού υλικού».

«Επείγουσα» ανάγκη θεσμοθέτησης & οργάνωσης Τράπεζας Ζωικού Γενετικού Υλικού 

Την «επείγουσα» ανάγκη για την ανάληψη πρωτοβουλιών ώστε να θεσμοθετηθεί και να οργανωθεί Τράπεζα Ζωικού Γενετικού Υλικού (ΤΖΓΥ) και τη σύσταση εθνικού συμβουλίου για τη διαχείριση των ζωικών γενετικών πόρων, επισήμανε η ερευνήτρια στον ΕΛΓΟ-ΔΗΜΗΤΡΑ, Χριστίνα Λίγδα.

Λέγοντας ότι η ΤΖΓΥ αποτελεί το γενετικό απόθεμα το οποίο μπορεί να αξιοποιηθεί για να ενισχύσει την αποτελεσματικότητα των εφαρμοσμένων προγραμμάτων, ιδίως όταν εμφανιστούν προβλήματα στον πληθυσμό, η ίδια επισήμανε ότι το υλικό της μπορεί να αξιοποιηθεί για τη στήριξη in situ προγραμμάτων διατήρησης, με στόχο την άμεση αύξηση του μεγέθους ενεργού πληθυσμού και την αποφυγή της γενετικής παρέκκλισης, την παρακολούθηση της πορείας εξέλιξης του πληθυσμού των φυλών που εντάσσονται σε προγράμματα ελέγχου των αποδόσεων, σε περιπτώσεις που ο πληθυσμός αντιμετωπίζει γενετικά προβλήματα και για την επανασύσταση φυλής που έχει εξαφανιστεί.

Μιλώντας για την ανάγκη σύστασης του εθνικού συμβουλίου για τη διαχείριση των ζωικών γενετικών πόρων, η ίδια σημείωσε ότι θα πρέπει να «τρέχει» με συντονισμό του υπουργείου Αγροτικής Ανάπτυξης και Τροφίμων και στόχος του θα είναι η ανάπτυξη εθνικής στρατηγικής  με σαφή καταγραφή προτεραιοτήτων, η αντιμετώπιση  ζητημάτων που αφορούν στην ενίσχυση των μηχανισμών καταγραφής δεδομένων και ενοποίησης των σχετικών βάσεων, η στήριξη των ενώσεων των εκτροφέων και η οργανωμένη αξιοποίηση  σύγχρονων  τεχνολογιών  της  γενετικής  και της αναπαραγωγής.
Στις προτάσεις που κατέθεσε εντάσσονται η άμεση θεσμοθέτηση και υλοποίηση ελέγχων της υγιεινής κατάστασης και της ποιότητας του διακινούμενου αναπαραγωγικού υλικού και η επικαιροποίηση θεσμοθετημένων εκπαιδεύσεων.

Όλα τα προαναφερόμενα, όπως εξήγησε, θα συμβάλουν στην ενίσχυση της βιωσιμότητας των εκτροφών, στη στήριξη του εγχώριου γενετικού υλικού, στην  αξιοποίηση των  ιδιαίτερων χαρακτηριστικών  του  εγχώριου  γενετικού  υλικού, στην αντιμετώπιση της κλιματικής αλλαγής,  στην  πιο  αποδοτική  διαχείριση  των  εγχώριων  φυσικών  πόρων  και  στη  στήριξη  της διαβίωσης στις ορεινές και νησιωτικές περιοχές, αλλά και στην αντιμετώπιση των ανεξέλεγκτων διασταυρώσεων (κυρίως στα μικρά μηρυκαστικά) και τελικά στην ενίσχυση της ανταγωνιστικότητας των προϊόντων της ελληνικής κτηνοτροφίας στη διεθνή αγορά.

Υπενθύμισε ότι στον ΕΛΓΟ-ΔΗΜΗΤΡΑ έχουν απομείνει δύο ερευνητικές μονάδες με αντικείμενο τη ζωική παραγωγή και βρίσκονται στην Κεντρική Μακεδονία και τόνισε ότι εκτός από αυτές, υπάρχουν υποδομές σε διάφορες περιοχές της χώρας που μπορούν να ενταχθούν και να αξιοποιηθούν σε ένα σχέδιο δημιουργίας και υποστήριξης της λειτουργίας της ΤΖΓΥ σε συνεργασία με δομές του υπουργείου Αγροτικής Ανάπτυξης και Τροφίμων.