Πηγή Εικόνας: απε - μπε

Της Τέτης Ηγουμενίδη

Τους επόμενους 10 μήνες προγραμματίζεται να πραγματοποιηθούν 14.000 νέοι πλειστηριασμοί ακινήτων συνολικής αξίας 1,35 δισ. ευρώ με την μέση αξία να διαμορφώνεται σε 109 χιλ. ευρώ.

Σε αγοραπωλησία ακινήτων καταλήγει το 13% περίπου των πλειστηριασμών.

Τους τελευταίους 18 μήνες, περίοδο κατά την οποία έχουν επιταχυνθεί οι πλειστηριασμοί, από τα 95.906 ακίνητα που έχουν βγει στο ηλεκτρονικό «σφυρί», πουλήθηκαν 13.000 με την αξία τους στο 1,5 δισ. ευρώ.

Στα παραπάνω στοιχεία αναφέρθηκε στο πλαίσιο της 24ης Prodexpo (ετήσιο συνέδριο για το real estate) o Αντώνης Μαρκόπουλος, διευθύνων σύμβουλος και ιδρυτής της Prosperty,   (εταιρεία συμβουλευτικών υπηρεσιών περί τα ακίνητα με έμφαση την τεχνολογία και τη συλλογή δεδομένων).

Εξηγώντας γιατί είναι τόσο χαμηλό το ποσοστό των πλειστηριασμών που καταλήγουν  επιτυχώς ο κ. Μαρκόπουλος σημείωσε «πως πρόκειται για μία ιδιαίτερη αγορά και υπάρχει ταμπού. Ορισμένοι το σκέφτονται να αγοράσουν ακίνητο μέσω αυτής της διαδικασίας και την ίδια στιγμή για να αγοράσει κάποιος ένα σπίτι μέσω πλειστηριασμού χρειάζεται να έχει διαθέσιμα όλα τα χρήματα σε δέκα μέρες, δεν μπορεί να προσφύγει σε δανεισμό και δεν έχει το δικαίωμα να δει προηγουμένως το ακίνητο».

Σύμφωνα επίσης με τα στοιχεία που παρουσίασε από το 2020 μέχρι σήμερα έχουν βγει 148.000 πλειστηριασμοί ακινήτων (συνολικής αξίας 18,3 δισ. ευρώ) με τη μέση αξία ακινήτου στα 128.000 ευρώ. Οι πλειστηριασμοί που έχουν καταλήξει επιτυχώς αντιστοιχούν μόλις σε 19.200, νούμερο που αντιστοιχεί στο 12,9% επί του συνόλου. Η περίοδος αυτή περιλαμβάνει τα χρόνια της πανδημίας κατά την οποία οι πλειστηριασμοί ήταν περιορισμένοι.

Σχετικά με την πορεία του real estate το 2024, γενικότερα, στην 24η Prodexpo κυριάρχησε συγκρατημένη αισιοδοξία, κυρίως όμως, συστήνεται προσοχή γιατί το τοπίο αλλάζει διαρκώς κυρίως λόγω των γεωπολιτικών εξελίξεων.

Όπως είπε ο διευθύνων σύμβουλος της Dimand, Δημήτρης Ανδριόπουλος, η ελληνική κτηματαγορά καλείται να διαχειριστεί πολλούς κινδύνους, όπως είναι, μεταξύ άλλων, η αύξηση των επιτοκίων και του κατασκευαστικού κόστους και οι μη βιώσιμες πόλεις με τις ελλείψεις βασικών υποδομών. Χαρακτήρισε «παραδοξότητα» αυτό που ζούμε σήμερα στην ελληνική κτηματαγορά σε σχέση με άλλες χώρες που έχουν μπει σε καθοδικό κύκλο και εκτίμησε ότι θα υπάρξει δυσκολία στην προσέλκυση ξένων επενδύσεων το 2024 και 2025.

Πρόσθεσε πως, εκτός από τα κόστη, διαπιστώνεται πρόβλημα και με τη δυνατότητα της κατασκευαστικής αγοράς να ανταπεξέλθει στον μεγάλο όγκο έργων υποδομής. Όπως είπε η κατασκευαστική αγορά έχει να εκτελέσει έργα 10 δις. μέσα σε 4 χρόνια, όταν η παραγωγική της δυνατότητα είναι για έργα 1 δις. ετησίως.

Κατά τον κ. Ανδριόπουλο επίσης είναι αναγκαίο να «λειτουργήσουμε έξυπνα για να αξιοποιήσουμε τις γεωπολιτικές εξελίξεις. Ανέφερε το παράδειγμα του εμφυλίου πολέμου στο Λίβανο (τη δεκαετία του 1970) όταν δόθηκε η δυνατότητα σε λιβανέζικες εταιρείες να μετεγκατασταθούν στην Ελλάδα, σημειώνοντας ότι θα μπορούσε να γίνει το ίδιο στην παρούσα συγκυρία με το Ισραήλ».