Παράλληλα με τα έκτακτα μέτρα για την αντιμετώπιση της κρίσης, η ΕΕ-27 ολοκλήρωσε σημαντικές μεταρρυθμίσεις σε όλους τους κλιματικούς φακέλους, ώστε να είναι συμβατοί με τους πιο φιλόδοξους στόχους της Ένωσης για μείωση των καθαρών εκπομπών αερίων του θερμοκηπίου κατά τουλάχιστον 55% σε σχέση με το 1990 ως το 2030. Η πιο σημαντική αναθεώρηση αφορούσε στην οδηγία που διέπει το Σύστημα Εμπορίας Δικαιωμάτων Εκπομπών (ΣΕΔΕ), που αποτελεί τη ναυαρχίδα της ευρωπαϊκής κλιματικής πολιτικής. Mε τους τομείς που προστέθηκαν θα καλύπτει πλέον περίπου το 75% των εκπομπών αερίων του θερμοκηπίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

 

Παρά το ότι οι διαπραγματεύσεις για την αναθεώρηση του ΣΕΔΕ εξελίχθηκαν εν μέσω της πρωτοφανούς ενεργειακής κρίσης, οι ευρωπαϊκοί θεσμοί αποφάσισαν να αυξήσουν την κλιματική φιλοδοξία σε σχέση με την αρχική πρόταση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής. Έτσι έθεσαν ως στόχο τη μείωση των εκπομπών από τις εγκαταστάσεις παραγωγής ηλεκτρισμού & θερμότητας καθώς και αυτές της ενεργοβόρου βιομηχανίας κατά 62% το 2030 σε σχέση με τα επίπεδα του 2005.

Σε αυτό το πλαίσιο, το Green Tank στην ετήσια ανάλυσή του «Τάσεις στο Σύστημα Εμπορίας Δικαιωμάτων Εκπομπών, 2005-2022» αξιοποιεί τα επίσημα δεδομένα του Ευρωπαϊκού Οργανισμού Περιβάλλοντος και του Ενωσιακού Μητρώου σχετικά με τις εκπομπές των τομέων που υπάγονται στο ΣΕΔΕ και καταγράφει:

 

  • πώς εξελίχθηκαν οι εκπομπές στους τομείς που υπάγονται στο ΣΕΔΕ και συγκεκριμένα στην παραγωγή ηλεκτρισμού και θερμότητας, τη βιομηχανία και τις αερομεταφορές,
  • πώς συγκρίνονται οι εκπομπές του 2022 με αυτές του 2021, έτος έναρξης της ενεργειακής κρίσης, αλλά και με το 2005, το πρώτο έτος λειτουργίας του ΣΕΔΕ,
  • ποιοι ήταν οι μεγαλύτεροι ρυπαντές στην Ελλάδα και ποιος τομέας ρυπαίνει περισσότερο από το 2005 μέχρι και σήμερα.

 

Σύμφωνα με τα ευρήματα της ανάλυσης:

 

  • Το 2022 η Ελλάδα κατέγραψε μείωση 57.1% στις εκπομπές όλων των εγκαταστάσεων των τομέων παραγωγής ηλεκτρισμού και θερμότητας και ενεργοβόρου βιομηχανίας σε σχέση με το 2005, επίδοση που την κατατάσσει στην 6η θέση στην ΕΕ-27 και 12 θέσεις πιο ψηλά σε σχέση με τον μέσο όρο της ΕΕ-27 (-37.9%). Παρά την ενεργειακή κρίση, οι εκπομπές του 2022 ήταν χαμηλότερες και από αυτές του 2021 (34 εκ. τόνοι).

 

  • Τη μεγαλύτερη συνεισφορά στη μείωση των εκπομπών ΣΕΔΕ στην Ελλάδα είχε ο τομέας της παραγωγής ηλεκτρισμού και θερμότητας, με μείωση 63.9% συγκριτικά με το 2005, κυρίως χάρη στη μείωση της ηλεκτροπαραγωγής από λιγνιτικές μονάδες, οι οποίες στα 17 χρόνια λειτουργίας του ΣΕΔΕ μείωσαν τις εκπομπές τους κατά 80.3%.

  • Το 2022 ειδικότερα οι εκπομπές του τομέα μειώθηκαν κατά 5.3% σε σχέση με το 2021 εξαιτίας της υποχώρησης των ορυκτών καυσίμων και κυρίως του ορυκτού αερίου (-13.6 %) και της υποκατάστασής τους από ΑΠΕ. Ως αποτέλεσμα, οι εκπομπές του τομέα εμφάνισαν ιστορικό χαμηλό με 19.3 εκ. τόνους, παραμένοντας ωστόσο πολύ υψηλότερες από τον στόχο των 7 εκ. τόνων που έχει θέσει το ΕΣΕΚ για το 2030.

 

  • Οι βιομηχανικοί κλάδοι εξέπεμψαν συνολικά 12.5 εκ. τόνους ισοδύναμου CO2 το 2022, παρουσιάζοντας μια μείωση κατά 30.5% σε σχέση με το 2005, και πάλι πολύ περισσότερο από την αντίστοιχη μείωση στην ΕΕ-27 (-10%). Συγκριτικά με το 2021, οι βιομηχανίες μείωσαν τις εκπομπές τους στην Ελλάδα κατά 3.3%, μια μείωση μικρότερη από την αντίστοιχη στην ΕΕ-27 (-6.4%).

  • Με εκπομπές 1.1 εκ. τόνους το 2022, οι εκπομπές του τομέα των αερομεταφορών στην Ελλάδα εμφάνισαν αύξηση κατά 54.7% σε σχέση με το 2013. Σε μόλις δύο χρόνια από το ελάχιστο του 2020, οι εκπομπές του τομέα αυξήθηκαν κατά 129.1%, πλησιάζοντας τα προ πανδημίας επίπεδα του 2019, μια αύξηση σημαντικά μεγαλύτερη από την αντίστοιχη στην ΕΕ-27 (+95.3%). 

 

  • Παρά τη μεγάλη συρρίκνωση της λιγνιτικής παραγωγής, οι λιγνιτικές μονάδες εξακολουθούν να έχουν τις περισσότερες εκπομπές μεταξύ όλων των υποτομέων που υπάγονται στο ΣΕΔΕ. Στις πέντε πρώτες θέσεις της κατάταξης των 10 μεγαλύτερων ρυπαντών για το 2022 βρέθηκαν κατά σειρά ο διαχρονικά πρώτος λιγνιτικός σταθμός του Αγίου Δημητρίου, τρία διυλιστήρια και ο ΑΗΣ Μεγαλόπολης 4.

«Παρά τη μεγάλη πρόοδο της Ελλάδας στη μείωση των εκπομπών αερίων του θερμοκηπίου από τις εγκαταστάσεις που υπάγονται στο χρηματιστήριο ρύπων, οι επιδόσεις το 2022 βρίσκονται ακόμα πολύ μακριά από τους εθνικούς κλιματικούς στόχους για το 2030. Απαιτείται συνεπώς η χάραξη μιας πιο ενεργητικής εθνικής ενεργειακής και βιομηχανικής πολιτικής προκειμένου να μειωθεί το ανθρακικό αποτύπωμα των δύο αυτών κομβικών τομέων Αυτή πρέπει να αποτυπωθεί τόσο στο υπό αναθεώρηση ΕΣΕΚ όσο και στους αντίστοιχους τομεακούς προϋπολογισμούς άνθρακα σύμφωνα με τον Εθνικό Κλιματικό Νόμο», δήλωσε ο Νίκος Μάντζαρης, αναλυτής πολιτικής για την ενέργεια και το κλίμα και συνιδρυτής, The Green Tank. 

 

Η ανάλυση του Green Tank με τίτλο «Τάσεις στο Σύστημα Εμπορίας Δικαιωμάτων Εκπομπών, 2005-2022» είναι διαθέσιμη εδώ.