Οι δραματικές περιβαλλοντικές, κοινωνικές και οικονομικές συνέπειες της κλιματικής κρίσης – οι φονικές πλημμύρες στο Πακιστάν, η καταστροφική ξηρασία στην Ανατολική Αφρική, ο κίνδυνος με εξαφάνιση ακόμα και ολόκληρων νησιών από την άνοδο της στάθμης της θάλασσας στον Ειρηνικό, οι πυρκαγιές και η μετατροπή της Μεσογείου σε «hot spot» της κλιματικής κρίσης, η εξάντληση των φυσικών πόρων και η εξαφάνιση σημαντικού μέρους της βιοποικιλότητηας – δεν φαίνεται να συγκίνησαν αρκετά τους ηγέτες των κρατών που συμμετείχαν στη Σύνοδο του ΟΗΕ για το Κλίμα, στην COP27 που πραγματοποιήθηκε στην Αίγυπτο. Δεν ήταν λίγοι αυτοί μάλιστα, που έκαναν λόγο για πισωγύρισμα και για χάσιμο χρόνου. Στα θετικά μπορεί προσμετρηθεί το γεγονός ότι η χώρα μας, για πρώτη φορά, είχε διαρκή και έντονη θεσμική παρουσία, καθώς στις συζητήσεις, εκτός από τον ίδιο τον πρωθυπουργό, με εντολή του συμμετείχε σύσσωμη η ηγεσία του υπουργείου Περιβάλλοντος και Ενέργειας, καθώς επίσης και οι επικεφαλής του υπουργείου Κλιματικής Κρίσης και Πολιτικής Προστασίας, δείχνοντας ότι παραμένει ισχυρή η δέσμευση της Ελλάδας για την επίτευξη κλιματικής ουδετερότητας, αλλά και για τη συνδιαμόρφωση της διεθνούς κλιματικής πολιτικής.

 

Βαρύ το κλίμα

Επιβεβαιώνοντας την γλυκόπικρη αίσθηση που άφησε η COP 27 για τα πενιχρά αποτελέσματά της, μιλώντας στο ΑΠΕ-ΜΠΕ, ο γενικός γραμματέας Φυσικού Περιβάλλοντος του ΥΠΕΝ, Πέτρος Βαρελίδης, έχοντας εκπροσωπήσει τη χώρα μας καθ’ όλη τη διάρκεια της Συνόδου, ανέφερε: «Η αλήθεια είναι ότι στις τάξεις των αξιωματούχων της ΕΕ υπάρχει διάχυτη η αίσθηση της απογοήτευσης. Προφανώς, δεν είμαστε εκεί που θα θέλαμε να είμαστε. Για να πετύχουμε τη συγκράτηση της ανόδου της θερμοκρασίας του πλανήτη στον 1,5 βαθμό Κελσίου σε σχέση με τα προβιομηχανικά επίπεδα, θα πρέπει έως το 2030 να έχουμε μείωση των αερίων του θερμοκηπίου κατά 43% σε σχέση με το 2019. Σήμερα, το άθροισμα των δεσμεύσεων των χωρών φθάνει μόλις το 0,3%. Πρόκειται για τεράστια απόκλιση, που δεν μπορεί να γεφυρωθεί χωρίς την πολύ πιο ουσιαστική συμμετοχή όλων των χωρών στην προσπάθεια μείωσης των εκπομπών».

 

Ωστόσο, σύμφωνα με τον κ. Βαρελίδη, «οι αποφάσεις της COP πρέπει να αξιολογούνται στο πλαίσιο των Ηνωμένων Εθνών, όπου πρέπει 200 χώρες με εντελώς διαφορετικά χαρακτηριστικά, προβλήματα και προτεραιότητες να συμφωνήσουν ομόφωνα. Αν σκεφτούμε τη δυσκολία που υπάρχει στο να συμφωνήσουν 27 χώρες με παρόμοια πολιτισμικά, κοινωνικά και οικονομικά χαρακτηριστικά στο πλαίσιο της ΕΕ, αντιλαμβανόμαστε αμέσως τη δυσκολία του εγχειρήματος. Σε κάθε διαπραγμάτευση πρέπει να υπάρχουν ρεαλιστικές προσδοκίες και στόχοι, με βάση τα πραγματικά δεδομένα και ισορροπίες και όχι με βάση το θυμικό».

 

Επομένως, όπως είπε, «η ψυχρή αποτίμηση των αποτελεσμάτων της COP27, είναι ότι μάλλον πήγε καλύτερα από ό,τι περιμέναμε και από το πώς φαινόταν να εξελίσσεται έως και την προτελευταία μέρα (17/11), δεδομένου δε, ότι εξαρχής υπήρχαν πολύ χαμηλές προσδοκίες. ‘Αλλωστε, μην ξεχνάμε ότι η Σύνοδος των Μερών (COP) της UNFCCC (United Nations Framework Convention on Climate Change) επαναλαμβάνεται κάθε χρόνο και έχει πολλές ενδιάμεσες συναντήσεις, διαρκείς ομάδες εργασίας κλπ.. Πρόκειται δηλ. για μια συνεχή διαπραγμάτευση. Χρειάζεται υπομονή και προσήλωση στο στόχο».

 

Όσον αφορά την εξέλιξη της συνόδου, ο γενικός γραμματέας ανέφερε: «Η συζήτηση πάντα έχει δύο βασικούς άξονες: την αύξηση της φιλοδοξίας για μεγαλύτερη μείωση εκπομπών και την αύξηση της δημόσιας και ιδιωτικής κλιματικής βοήθειας (χρηματοδότησης και μεταφοράς τεχνογνωσίας) από τις «πλούσιες» προς τις «φτωχές» χώρες».

 

Οι στόχοι της Ελλάδας και τα αποτελέσματά της συνόδου

«Οι στόχοι της ΕΕ και ομοίως και της Ελλάδας στη UNFCCC, είναι παγίως, αφενός, η αύξηση της φιλοδοξίας από όλες τις άλλες χώρες, ανεπτυγμένες και μη, και, αφετέρου, η διασφάλιση επαρκούς και στοχευμένης χρηματοδότησης, με αύξηση των χωρών που συνεισφέρουν οικονομικά σύμφωνα με τα σημερινά δεδομένα (και όχι με αυτά του 1992 όταν ξεκίνησαν οι πρώτες διαπραγματεύσεις για το κλίμα) προς τις χώρες που πραγματικά την έχουν ανάγκη, δηλαδή τις λιγότερες αναπτυγμένες και αυτές που αντιμετωπίζουν μεγαλύτερα προβλήματα από την κλιματική αλλαγή, με όρους που διασφαλίζουν την ορθή χρήση των διατιθέμενων πόρων».

 

Σύμφωνα πάντα με τον αξιωματούχο του ΥΠΕΝ: «Σε ό,τι αφορά στον πρώτο στόχο, δεν υπήρξε ουσιαστική αλλαγή. Παραμένει το αίτημα για ενίσχυσή τους και αυτό αποτυπώνεται στις αποφάσεις της COP. Το αν οι χώρες θα αυξήσουν τις δεσμεύσεις τους για μείωση των εκπομπών, θα φανεί τους αμέσως επόμενους μήνες. Το ότι χρειάστηκε προσπάθεια από πλευράς ΕΕ για τη διατήρηση των ίδιων διατυπώσεων με πέρυσι, σίγουρα δεν προοιωνίζει θετικές εξελίξεις».

 

Σε ό,τι αφορά το ζήτημα της χρηματοδότησης, στο οποίο επικεντρώθηκε η COP27, «η δημιουργία ενός Ταμείου για την κάλυψη των ‘απωλειών και ζημιών’ από τις επιπτώσεις της κλιματικής αλλαγής, το οποίο δεν επιτρέπει τη δυνατότητα διεκδίκησης αποζημιώσεων και επικεντρώνεται στις πιο ευάλωτες χώρες, ενώ δεν φαίνεται να περιλαμβάνει άλλες χώρες που σήμερα επωφελούνται (όπως π.χ. η Τουρκία η οποία π.χ. το 2019 έλαβε 3,1 δισ. δολάρια ως κλιματική βοήθεια) κρίνεται ως θετική εξέλιξη. Όμως παραμένει ασαφές το ποιες χώρες θα συνεισφέρουν στη χρηματοδότηση, καθώς και οι κανόνες λειτουργίας του Ταμείου, αφού οι λεπτομέρειες θα καθοριστούν από εδική επιτροπή και θα συμφωνηθούν στην επόμενη COP».

 

Σε επιμέρους θέματα, ο κ. Βαρελίδης εξέφρασε την ικανοποίησή του από τη συμπερίληψη στην κύρια απόφαση αναφορών: α) στα νερά, άλλωστε ο Πρωθυπουργός Κυριάκος Μητσοτάκης συντόνισε σχετική συζήτηση που οργανώθηκε από την Αίγυπτο, β) στα πολιτιστικά μνημεία, δεδομένης της ελληνικής πρωτοβουλίας για τις επιπτώσεις της κλιματικής αλλαγής στα μνημεία και γ) στο ρόλο των ωκεανών και της θάλασσας, δεδομένου ότι η Ελλάδα έχει αναλάβει τη διοργάνωση της 11ης συνόδου για τους ωκεανούς που θα γίνει το 2024 και συμμετείχε σε σχετική παράλληλη εκδήλωση που οργανώθηκε από τις ΗΠΑ.

 

Στόχος άλλωστε ήταν, η χώρα να έχει μια ενεργό παρουσία σε όλη τη διάρκεια της COP, τόσο με την συμμετοχή του πρωθυπουργού σε σειρά παράλληλων εκδηλώσεων, και τη διοργάνωση με μεγάλη επιτυχία παράλληλης εκδήλωσης για την απανθρακοποίηση των νησιών, όσο και με την ενεργό συμμετοχή στελεχών της διοίκησης στις διαπραγματεύσεις, στο μέτρο του δυνατού από πλευράς ανθρώπινων και οικονομικών πόρων.

 

Ο στόχος της απανθρακοποίησης

«Σε κάθε περίπτωση, η απανθρακοποίηση της οικονομίας θα έρθει μέσα από την εφαρμογή πράσινων τεχνολογιών όπως οι ΑΠΕ, η ηλεκτροκίνηση κλπ., πρώτα από τα πλέον ανεπτυγμένα κράτη και, στη συνέχεια, με την αναπόφευκτη διάχυσή τους στον υπόλοιπο κόσμο, μετάβαση που ευνοείται στην τρέχουσα συγκυρία λόγω του αυξημένου κόστους παραγωγής ενέργειας από συμβατικά καύσιμα».

«Η κυβέρνηση έθεσε εξαρχής ως προτεραιότητα την πράσινη μετάβαση, πετυχαίνοντας τεράστια αύξηση της συμμετοχής των ΑΠΕ στο ενεργειακό μίγμα της χώρας και με επισφράγισμα τη ψήφιση του πρώτου κλιματικού νόμου στην Ελλάδα», ανέφερε ο κ. Βαρελίδης, δίνοντας έμφαση στην εν λόγω στρατηγική επιλογή της χώρας μας.

 

Το παρασκήνιο: «Γράψε σβήσε» και «κρυφτό»

«Έχουμε ήδη χάσει πολύ χρόνο», ανέφερε χαρακτηριστικά ο Φρανς Τίμερμανς εκ μέρους της ΕΕ, καθώς απογοήτευση προκάλεσε το γεγονός ότι παρατηρήθηκαν πισωγυρίσματα από την τελευταία COP της Γλασκώβης.

 

Πέρα από την σχετική απροθυμία για θαρραλέες αποφάσεις των παραδοσιακά μεγάλων ρυπαντών, αλγεινή εντύπωση προκάλεσε το γεγονός, ότι αναπτυσσόμενες χώρες όπως η Κίνα, η Τουρκία, η Ινδονησία, τα Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα, κρύφτηκαν κι αυτές με τη σειρά τους, για ακόμα μία φορά, πίσω από τις «ιστορικές ευθύνες» των αναπτυγμένων χωρών, χωρίς να επιθυμούν να αναλάβουν πρωτοβουλίες για δράση, τη στιγμή που σημειώνουν εκρηκτική αύξηση των εκπομπών διοξειδίου, αν και η αλήθεια είναι ότι διαπιστώνουν ότι τα περιθώρια στενεύουν και για αυτούς.

 

«Οι πλούσιοι πρέπει να πληρώσουν». Αυτό είναι το βασικό επιχείρημά τους, γι’ αυτό και διατυπώθηκε η δέσμευση για δημιουργία – σε κάποια στιγμή στο μέλλον – του Ταμείου για «απώλειες και ζημιές», με στόχο την υποστήριξη των «ιδιαίτερα ευάλωτων» φτωχών χωρών, καθώς το ζήτημα των χρηματοδοτήσεων τέθηκε στο επίκεντρο των συνομιλιών και των διαπραγματεύσεων.

 

Η Ελλάδα, η οποία ίσως, για πρώτη φορά είχε μία διαρκή και έντονη παρουσία σε COP, με παρουσία του ίδιου του πρωθυπουργού, πίεσε στο πλαίσιο της ΕΕ για αύξηση της φιλοδοξίας και για ρητή αναφορά σε σταδιακή εξάλειψη των ορυκτών καυσίμων.

 

Όσον αφορά το παρασκήνιο της Διάσκεψης, η οποία ολοκληρώθηκε με δύο μέρες καθυστέρηση και ύστερα από πολύ «γράψε σβήσε», καθώς το αρχικό κείμενο οδηγούσε τη διεθνή κοινότητα πίσω στο 1992, αντανακλώντας τις απόψεις των G7 και της Κίνας, το κύριο θέμα για τους αναπτυσσόμενους, εξακολουθεί να είναι η χρηματοδότηση από τους αναπτυγμένους. Το κύριο ζητούμενο της ΕΕ και των ΗΠΑ είναι η αύξηση της κλιματικής φιλοδοξίας, η διεύρυνση των χωρών που δίνουν χρήματα και η χρηματοδότηση μονάχα όσων την έχουν μεγαλύτερη ανάγκη και πληρούν κάποια εχέγγυα χρηστής διοίκησης και ορθής χρήσης των πόρων για την αντιμετώπιση ή την προσαρμογή στην κλιματική κρίση.

 

Μάλιστα, η ΕΕ πρόκειται να πιέσει, ώστε το Ταμείο να χρηματοδοτεί αυτούς που πραγματικά το έχουν ανάγκη, δηλαδή πολύ φτωχούς και μικρά νησιωτικά κράτη.

 

Όπως εκτιμάται, στο μέλλον η διάσπαση του μετώπου των αναπτυσσόμενων δεν είναι εύκολη, αφού πολλοί από αυτούς εξαρτώνται σε μεγάλο βαθμό από την Κίνα, λόγω των αναπτυξιακών έργων που αυτή πραγματοποιεί στις χώρες τους, χωρίς πολλές ερωτήσεις σχετικά με διαφάνεια, δημοκρατία, ισότητα των φύλλων κλπ.