Πηγή Εικόνας: ΑΠΕ-ΜΠΕ

Μία ιστορική ευκαιρία αποτελεί το Ταμείο Ανάκαμψης για την Ελλάδα που απαιτεί όμως και μία ιστορική προσπάθεια ώστε η χώρα να καλύψει το έδαφος που έχασε τα τελευταία είκοσι χρόνια και να οικοδομηθεί μια Ελλάδα που θα βρίσκεται στο επίκεντρο των εξελίξεων τα επόμενα 200 χρόνια, επισημαίνει μιλώντας στο ΑΠΕ-ΜΠΕ ο Παναγιώτης Παπάζογλου, διευθύνων σύμβουλος της EY Ελλάδος.

«Όλοι γνωρίζουμε, πλέον, ότι η χώρα μας πρόκειται να εισπράξει μέσα στα επόμενα χρόνια μέσω του Ταμείου Ανάκαμψης και του ΕΣΠΑ, κονδύλια τα οποία, είτε σε απόλυτα ποσά, είτε ως ποσοστό του ΑΕΠ, δεν έχει ξαναδεί από την εποχή του σχεδίου Μάρσαλ. Τα κεφάλαια αυτά μπορούν να καλύψουν μεγάλο μέρος του τεράστιου επενδυτικού κενού των τελευταίων δυο δεκαετιών, που – σε μεγάλο βαθμό – οδήγησε και στη δεκαετή κρίση που βιώσαμε» σημειώνει ο κ. Παπάζογλου.

Αναλύοντας τα στοιχεία εκείνα που εκτιμά ότι κάνουν τη μεγάλη διαφορά σε σχέση με το παρελθόν σημειώνει: «Έχουμε, καταρχάς, την έμφαση σε δυο κρίσιμους τομείς: την ψηφιακή οικονομία και την πράσινη μετάβαση. Ως ΕΥ, έχουμε αναδείξει εδώ και καιρό την ανάγκη ενός νέου μοντέλου ανάπτυξης για την ελληνική οικονομία, το οποίο θα στηρίζεται, μεταξύ άλλων, σε αυτούς τους πυλώνες. Η παγκόσμια επενδυτική κοινότητα επιβεβαιώνει την ανάγκη αυτής της στροφής, όπως διαπιστώνουμε μέσω των ετήσιων ερευνών μας για την ελκυστικότητα της χώρας ως επενδυτικού προορισμού, EY Attractiveness Survey. Οι έρευνες αυτές μας δείχνουν ότι οι επενδυτές αναμένουν από την Ελλάδα να δώσει μεγαλύτερη βαρύτητα στην ψηφιακή τεχνολογία, στην πράσινη οικονομία και στη βιώσιμη ανάπτυξη, όμως, παρότι αναγνωρίζουν τα βήματα που γίνονται, περιμένουν να δουν πολλά περισσότερα. Πρόκειται για μια τάση η οποία, όπως όλα δείχνουν, έχει ενισχυθεί περαιτέρω σε παγκόσμιο επίπεδο, εξαιτίας των γενικότερων επιπτώσεων και πιέσεων της πανδημίας, πράγμα που πιστεύω ότι θα αντικατοπτριστεί και στη φετινή έκδοση της έρευνάς μας, που θα παρουσιαστεί τον Ιούλιο. Σημειώστε ότι οι δύο αυτοί πυλώνες συνδέονται άμεσα, καθώς οι περισσότερες δράσεις για τη μετάβαση στην πράσινη οικονομία περνούν μέσα από την αξιοποίηση της έξυπνης και “καθαρής” τεχνολογίας».  

Η Ελλάδα, σύμφωνα με τον κ. Παπάζογλου, παρουσίαζε μέχρι σήμερα σημαντική υστέρηση και στα δύο πεδία, πράγμα που, σε συνδυασμό με τους εξαιρετικά φιλόδοξους στόχους που έχει θέσει η κυβέρνηση, μεταφράζεται σε τεράστιες επενδυτικές ευκαιρίες. «Δεν είναι μόνο η απολιγνιτοποίηση. Σκεφτείτε την αποθήκευση ενέργειας, τη διαχείριση απορριμμάτων, την ανακύκλωση και τόσα άλλα. Οι επενδύσεις στους τομείς αυτούς θα έχουν πολλαπλασιαστικά οφέλη για την οικονομία, ανάλογα με αυτά που είχαν τις δεκαετίες του ’80 και του ’90 οι οδικοί άξονες και, παλαιότερα, ο εξηλεκτρισμός της χώρας. Με τις επενδύσεις αυτές, σήμερα, έχουμε πραγματικά την ευκαιρία να οικοδομήσουμε ένα νέο, βιώσιμο μοντέλο ανάπτυξης για τις επόμενες γενιές, βασισμένο στις αρχές της κυκλικής οικονομίας και με σεβασμό προς το περιβάλλον και τον άνθρωπο» τονίζει στο ΑΠΕ-ΜΠΕ. 

Μια δεύτερη σημαντική διαφορά με το παρελθόν, σύμφωνα με τον ίδιο, είναι ότι αναγνωρίζεται πλέον ένας αυξημένος ρόλος για την ιδιωτική πρωτοβουλία. Τα κεφάλαια του Ταμείου Ανάκαμψης θα μοχλευτούν με τη χρήση ιδιωτικών κεφαλαίων, έχοντας ένα πολλαπλασιαστικό τελικό αποτέλεσμα. Όπως αναφέρει στο ΑΠΕ-ΜΠΕ, προϋπόθεση, βέβαια, για αυτό, είναι η πλήρης εξυγίανση του τραπεζικού συστήματος από τις μη εξυπηρετούμενες υποχρεώσεις και τη βελτίωση της κεφαλαιακής τους επάρκειας, πεδία όπου πράγματι βλέπουμε μια σημαντική πρόοδο το τελευταίο διάστημα.    

Επίσης, πολύ σημαντική θεωρεί ο επικεφαλής της EY Ελλάδος, τη μεγαλύτερη και ενεργότερη εμπλοκή του ιδιωτικού τομέα στις διαδικασίες αξιολόγησης και επιλογής των έργων που θα χρηματοδοτηθούν, καθώς τα κονδύλια αυτά δεν πρόκειται να αποδεσμευτούν από την ΕΕ, εάν η Ευρωπαϊκή Επιτροπή δεν πεισθεί ότι τα έργα είναι αξιόλογα, βιώσιμα και πληρούν τις αναπτυξιακές προϋποθέσεις. Σημειώνει χαρακτηριστικά: «Να τονίσουμε εδώ, πως είναι κρίσιμο να εξασφαλίσουμε με σαφή κριτήρια και διαδικασίες, ότι αυτή η χρηματοδότηση θα κατευθυνθεί προς τον υγιή επιχειρηματικό πυρήνα της χώρας, στηρίζοντας αξιόλογες επιχειρήσεις με δράση προστιθέμενης αξίας».

Προσθέτει, επίσης, ότι αντίθετα με αυτό που συχνά λέγεται, η Ελλάδα έχει καλές επιδόσεις στον τομέα της απορρόφησης των ευρωπαϊκών κονδυλίων. Ωστόσο, το μέγεθος και η πολυπλοκότητα του εγχειρήματος το οποίο καλούμαστε να αναλάβουμε, οδηγούν στο συμπέρασμα ότι, επικουρικά, ο ιδιωτικός τομέας μπορεί να βοηθήσει σημαντικά. Και αυτό είναι κάτι που απαντά και στις αυξανόμενες απαιτήσεις της κοινωνίας των πολιτών, για έναν μεγαλύτερο ρόλο των επιχειρήσεων στη διαχείριση και διευθέτηση των κοινωνικών και περιβαλλοντικών θεμάτων που τους απασχολούν, και στη δημιουργία μακροπρόθεσμης αξίας. 

Ο κ. Παπάζογλου θεωρεί πολύ ενθαρρυντικές τις πρώτες ενδείξεις από τις Βρυξέλλες, σύμφωνα με τις οποίες η Ευρωπαϊκή Επιτροπή αξιολογεί πολύ θετικά το αρχικό σχέδιο ανάκαμψης της Ελλάδας, το οποίο ήταν από τα πρώτα που υποβλήθηκαν. «Και αυτό από μόνο του, εφόσον επιβεβαιωθεί και διατηρηθεί, είναι μια επίδοση της χώρας που βελτιώνει το επενδυτικό κλίμα και συγκεντρώνει τα βλέμματα της επενδυτικής κοινότητας» αναφέρει.   

Επίσης, σημειώνει ότι «το Ταμείο Ανάκαμψης δεν είναι απλώς μια σημαντική πηγή κεφαλαίων και ούτε πρέπει να υποπέσουμε στο σφάλμα να το προσεγγίσουμε αποκλειστικά ως τέτοια. Τα κονδύλια αυτά συνδέονται και με ένα πρόγραμμα μεταρρυθμίσεων που έχει βαθιά ανάγκη η χώρα. Έχουμε ως EY, μέσα από τις έρευνές μας, ήδη μιλήσει αναλυτικά για τους τομείς εκείνους όπου πρέπει να κάνει η χώρα μας ταχύτερα βήματα εκσυγχρονισμού. Είναι, κυρίως, η ψηφιοποίηση του δημοσίου τομέα, η ασφάλεια δικαίου και η ταχύτερη απονομή της δικαιοσύνης, η αναβάθμιση της παιδείας και ο εκσυγχρονισμός των ακαδημαϊκών προγραμμάτων ώστε να ευθυγραμμιστούν με τις σύγχρονες απαιτήσεις της αγοράς εργασίας, η μεταρρύθμιση του φορολογικού και ασφαλιστικού συστήματος και οι παρεμβάσεις στην αγορά εργασίας. Συγχρόνως, προβλέπονται και σημαντικές παρεμβάσεις για την ενίσχυση της κοινωνικής συνοχής και τη στήριξη των αδυνάτων, που έχουν και πάλι πληγεί – αυτή τη φορά από τις επιπτώσεις της πανδημίας – καθώς και μεταρρυθμίσεις που στοχεύουν στη μετάβαση σε μία “πράσινη” οικονομία». 

Είναι ιδιαίτερα σημαντικό, σύμφωνα με τον επικεφαλής της EY Ελλάδος, ότι για πρώτη φορά, και αντίθετα από την εποχή των μνημονίων, οι μεταρρυθμίσεις αυτές προτάθηκαν – μέσα και από το έργο της Επιτροπής Πισσαρίδη – από την ελληνική πλευρά, η οποία θα έχει και την ιδιοκτησία τους, και αποτελούν τμήμα ενός ολοκληρωμένου και συνεκτικού στρατηγικού σχεδίου, και όχι αποσπασματικές, συχνά ετερόκλητες, προτάσεις με αμφίβολη δέσμευση και κατάληξη. «200 χρόνια μετά την Επανάσταση που καθόρισε τη νεότερη ιστορία μας, έχουμε μπροστά μας μια πραγματικά μοναδική ευκαιρία, μέσα από τις επενδύσεις και τις μεταρρυθμίσεις αυτές, να καλύψουμε το έδαφος που χάσαμε τα τελευταία είκοσι χρόνια και να οικοδομήσουμε μια Ελλάδα που θα βρίσκεται στο επίκεντρο των εξελίξεων τα επόμενα 200 χρόνια. Μία τέτοια ιστορική ευκαιρία, όμως, απαιτεί και μία ιστορική προσπάθεια» αναφέρει ο κ. Παπάζογλου.