του Κωνσταντίνου Β. Κόλλια *

Έχουν περάσει ήδη 12 χρόνια από την πρόσφατη χρηματοοικονομική κρίση, που στιγμάτισε την παγκόσμια οικονομία, και μια νέα διεθνής κρίση, υγειονομικού – αυτή τη φορά – χαρακτήρα (COVID-19), δοκιμάζει τις αντοχές της κοινωνίας και της οικονομίας. Με τις περισσότερες οικονομίες να βρίσκονται σε «καθοδικό σπιράλ», οι κυβερνήσεις προσπαθούν να λάβουν μέτρα για τον περιορισμό της ύφεσης. Οι εκτιμήσεις για το ύψος της ποικίλλουν και αυτό θα εξαρτηθεί τόσο από την ένταση της πανδημίας όσο και από τη διάρκειά της.

Η υγειονομική κρίση σήμερα, με τις οικονομικές της επιπτώσεις, διαφέρει αισθητά από την πρόσφατη χρηματοπιστωτική κρίση. Η διαφορά είναι ότι, σε αυτή, το αρχικό σοκ δεν ξεκίνησε στις χρηματοπιστωτικές αγορές και στη συνέχεια μεταφέρθηκε στην πραγματική οικονομία. Αντίθετα, οι σημερινοί κραδασμοί πλήττουν την πραγματική οικονομία και πλέον μετακυλίονται και στις χρηματοπιστωτικές αγορές.

Φαίνεται, ότι αυτή η κρίση θα επηρεάσει αρνητικά τόσο την πλευρά της προσφοράς όσο και την πλευρά της ζήτησης, δημιουργώντας ένα ντόμινο καταιγιστικών εξελίξεων. Οι κυβερνήσεις έχοντας ως απώτερο σκοπό τη μείωση των κραδασμών, έχουν ήδη προβεί σε παρεμβάσεις, που μπορούμε να τις κατηγοριοποιήσουμε σε 3 τομείς:

– Δημοσιονομική ώθηση, μέσω της αύξησης των δημοσίων δαπανών και των επιδοτήσεων, για τους εργαζόμενους και τις επιχειρήσεις, που έχουν πληγεί.

– Αναστολή – για κάποιους μήνες – πληρωμής των ασφαλιστικών και φορολογικών υποχρεώσεων και των δανείων.

– Παροχή εγγυήσεων και επιδοτήσεις δανείων, για άμεση ρευστότητα στις επιχειρήσεις.

Όμως, όλα αυτά τα μέτρα, αν και αναγκαία, φαίνεται ότι δεν είναι από μόνα τους ικανά να αποτρέψουν την ύφεση. Ιδιαίτερα, η Ευρώπη και η ευρωζώνη θα πρέπει να λάβουν άμεσα μέτρα, αφού τα μέλη της βρίσκονται στο επίκεντρο της πανδημίας. Οι χώρες του ευρώ θα δοκιμαστούν για άλλη μια φορά, αλλά αυτή τη φορά θα πρέπει να δράσουν ταχύτατα και συλλογικά, δίνοντας το κατάλληλο μήνυμα τόσο στις αγορές όσο και στους πολίτες. Οι εθνικές κυβερνήσεις πρέπει να παρέμβουν παρέχοντας οικονομική στήριξη στις επιχειρήσεις και τα νοικοκυριά, που βρίσκονται αντιμέτωποι με οικονομικό κραχ.

Η αύξηση του δημοσίου χρέους είναι δεδομένη, αφού η απώλεια των εισοδημάτων στον ιδιωτικό τομέα θα πρέπει να απορροφηθεί από το κράτος. Προτεραιότητα δεν πρέπει να είναι μόνο η επιχορήγηση με επιδόματα όσων χάνουν τη δουλειά τους, αλλά – πρωτίστως – η προστασία της απασχόλησης και της παραγωγικής ικανότητας σε μια περίοδο δραματικής απώλειας εισοδήματος, που απαιτεί άμεση παροχή ρευστότητας. Αυτό θα επιτευχθεί μέσω εισαγωγής επιπρόσθετων μέτρων δημοσιονομικού χαρακτήρα, για τη στήριξη των επιχειρήσεων και τόνωση της ρευστότητας. Οι κυβερνήσεις πρέπει να λάβουν επιπρόσθετα μέτρα για την παροχή ρευστότητας, ακόμα και αν αυτά συνεπάγονται αύξηση του δημοσιονομικού ελλείμματος, πληθωριστικές πιέσεις και αύξηση του δημοσίου χρέους.

Σε τέτοιες περιπτώσεις έκτακτης ανάγκης, το κρίσιμο και πάλι ερώτημα είναι το κατά πόσο η ευρωζώνη θα δράσει με αλληλεγγύη και συλλογικά. Όλο και πληθαίνουν οι φωνές μεταξύ των κρατών μελών της ΕΕ για την υποστήριξη μιας κοινής και σημαντικής ευρωπαϊκής αντίδρασης, για την αντιμετώπιση της τεράστιας οικονομικής κρίσης, που είναι προ των πυλών. Και μπορεί οι πρόσφατες αποφάσεις τόσο του Eurogroup (16/3), για εξαίρεση των δαπανών για την αντιμετώπιση της πανδημίας από τους δημοσιονομικούς στόχους, όσο και το νέο πρόγραμμα αγοράς ομολόγων (PEPP), ύψους 750 δισ. ευρώ από την ΕΚΤ (18/3), να έδωσαν ελπίδες για ολιστική αντιμετώπιση των επιπτώσεων της πανδημίας, η διχογνωμία, όμως, στην απόφαση για έκδοση ευρωομολόγου (κορονο-ομολόγου) επανέφερε στο προσκήνιο τις διαφορές μεταξύ των κρατών.

Η έκδοση ευρωομολόγου θα λειτουργήσει ως εργαλείο για τη χρηματοδότηση των δράσεων των κυβερνήσεων και θα δώσει το κατάλληλο σήμα στις αγορές ότι η ΕΚΤ θα τηρήσει τη δέσμευσή της ότι θα κάνει ό,τι χρειαστεί (whatever it takes), για τη διάσωση της ευρωζώνης. Ωστόσο, αυτή η πρόταση δέχεται σθεναρή αντίσταση από τις χώρες του ¨πυρήνα¨, οι οποίες δεν βλέπουν θετικά τον επιμερισμό των χρηματοοικονομικών κινδύνων, που συνεπάγονται οι μαζικές δημόσιες δαπάνες. Για το λόγο αυτό, αντιπροτείνουν, να διοχετευθούν κεφάλαια του ESM, της τάξεως των 250 δισ. ευρώ ή 2% του ΑΕΠ της κάθε χώρας, όπου όμως θα συνοδεύεται με προληπτική πιστωτική γραμμή, γεγονός μη αρεστό στις χώρες του Νότου.

Η σημερινή κρίση αποτελεί μια μοναδική ευκαιρία για ευρωπαϊκή ενότητα και αλληλεγγύη. Είναι εξωγενής, αφού δεν οφείλεται σε οικονομικούς παράγοντες, αλλά και συμμετρική, αφού αφορά στο σύνολο των χωρών. Γι αυτό, οι ιθύνοντες χάραξης πολιτικής θα πρέπει να χρησιμοποιήσουν όλα τα διαθέσιμα χρηματοδοτικά εργαλεία για την εξασθένιση των οικονομικών επιπτώσεων της πανδημίας. Η εξέταση εργαλείων, όπως η ενεργοποίηση του προγράμματος OMT από την ΕΚΤ (που της επιτρέπει να υποστηρίζει μια χώρα με απευθείας αγορές ομολόγων της από την πρωτογενή αγορά, δηλαδή από το υπουργείο Οικονομικών της εκάστοτε χώρας) αλλά και η έκδοση ενός ευρωομολόγου ανάκαμψης, θα πρέπει ταχύτατα να ενεργοποιηθούν για την στήριξη της οικονομίας και την άμεση ανάκαμψή της.

Η ώρα των αποφάσεων για την Ευρωπαϊκή Ένωση είναι τώρα!

* Ο Κωνσταντίνος Β. Κόλλιας είναι Πρόεδρος του Οικονομικού Επιμελητηρίου Ελλάδος