Πλαστικά και κυκλική οικονομία - Τί αλλάζει το 2020 και οι επόμενες προκλήσεις
Πλαστικά και κυκλική οικονομία - Τί αλλάζει το 2020 και οι επόμενες προκλήσεις
Πηγή Εικόνας: Peakpx

Περίπου 3 δισεκατομμύρια ευρώ προσφέρει στην ελληνική οικονομία η βιομηχανία πλαστικών, την ώρα που κυβέρνηση και πολίτες έχουν αποφασίσει να αφήσουν μια για πάντα τις κακές για το περιβάλλον συνήθειες.

Σύμφωνα με μελέτη του ΙΟΒΕ, η βιομηχανία πλαστικών συγκαταλέγεται στους μεγαλύτερους κλάδους της εγχώριας μεταποίησης. Συγκεκριμένα, η μεταποίηση προϊόντων από πλαστικό αντιπροσωπεύει το 4,3% της Ακαθάριστης Προστιθέμενης Αξίας (ΑΠΑ) της μεταποίησης στην Ελλάδα. Η συνολική συνεισφορά (άμεση, έμμεση και προκαλούμενη) του ευρύτερου κλάδου από την λειτουργία του εκτιμάται σε 1,6% του ΑΕΠ (τα 3 δις., που προαναφέραμε) της χώρας το 2018. Εντυπωσιακά είναι τα νούμερα και στον τομέα της απασχόλησης, όπου η συνολική συνεισφορά εκτιμάται σε 67,2 χιλ. θέσεις εργασίας ή 1,8% της συνολικής απασχόλησης στη χώρα, ενώ τα δημόσια έσοδα από φόρους και εισφορές ξεπερνούν τα 900 εκατ., ευρώ.

Όπως επισημαίνουν οι μελετητές, οι μεγαλύτερες προκλήσεις για τον κλάδο σχετίζονται με τις νομοθετικές ρυθμίσεις σχετικά με τον περιορισμό της χρήσης πλαστικών προϊόντων και τη στροφή μερίδας των καταναλωτών στην αναζήτηση εναλλακτικών λύσεων. Οι προοπτικές του κλάδου εξαρτώνται σε πολύ μεγάλο βαθμό από τις δυνατότητές του να συμμετέχει ενεργά και εποικοδομητικά στη μετάβαση προς ένα υπόδειγμα κυκλικής οικονομίας. Ωστόσο, όπως επισημαίνουν, η απογοητευτική κατάσταση στο σύστημα διαχείρισης αποβλήτων στη χώρα δεν ευνοεί αυτή την πορεία μετάβασης με αποτέλεσμα να απαιτούνται παρεμβάσεις ούτως ώστε τα πλαστικά απόβλητα να μετατραπούν σε πόρους που θα μπορούν να αξιοποιηθούν από την εγχώρια βιομηχανία πλαστικών, διατηρώντας και ενισχύοντας τόσο την ανταγωνιστικότητά της όσο και τη συμβολή της στην ελληνική οικονομία.

Στην Ελλάδα η βιομηχανία πλαστικών περιλαμβάνει μεγάλες βιομηχανίες που διαθέτουν σύγχρονες εγκαταστάσεις παραγωγή, αλλά και μικρότερου μεγέθους βιοτεχνίες. Στις δραστηριότητες του εγχώριου κλάδου συγκαταλέγεται η προμήθεια και η κατασκευή πρώτης ύλης, η κατασκευή μηχανημάτων, η παραγωγή μεγάλου εύρους πλαστικών προϊόντων (από σακούλες και φιάλες έως σωλήνες και μέρη αυτοκινήτων) και η ανακύκλωση.

Βασικά μεγέθη και τάσεις

H αξία παραγωγής πλαστικών σε πρωτογενείς μορφές και προϊόντων από πλαστικό καουτσούκ παρέμεινε σχετικά σταθερή την τελευταία δεκαετία. Το 2017 ανήλθε σε 2,1 δισεκ., ευρώ από 1,9 δισεκ., ευρώ το 2016, σημειώνοντας επίσης περιορισμένη μείωση σε σχέση με το 2008 (-9,9%, από 2,3 δισεκ., ευρώ). Το μεγαλύτερο μέρος της αξίας παραγωγής του κλάδου αφορά στην μεταποίηση πλαστικών προϊόντων, με περίπου 1,7 δισεκ., ευρώ το 2017, σημειώνοντας αύξηση κατά 7,6% σε σχέση με το 2016, ενώ παρουσιάζει μικρή διακύμανση την περίοδο 2010-2017.

Στη μεταποίηση πλαστικών σε πρωτογενείς μορφές, η αξία παραγωγής διαμορφώθηκε το 2017 στα 338 εκατ., ευρώ το 2017, καταγράφοντας σχετικά μικρές απώλειες σε σχέση με το 2009. Αντίθετα, η αξία παραγωγής προϊόντων από ελαστικό συρρικνώθηκε κατά 80% κατά τη διάρκεια της κρίσης – από 199 εκατ., ευρώ το 2008 σε 39,3 εκατ., ευρώ το 2017 – με αποτέλεσμα, το μερίδιο στη διαμόρφωση της συνολικής αξίας παραγωγής να μην ξεπερνά το 3% του κλάδου συνολικά στο τέλος της περιόδου.

Η ανάκαμψη δεν είναι εξίσου ισχυρή μεταξύ των κλάδων της βιομηχανίας πλαστικών προϊόντων. Στα πλαστικά είδη συσκευασίας ο δείκτης όγκου παραγωγής καταγράφει σωρευτική άνοδο κατά 28% μεταξύ 2013 και 2018. Στα πλαστικά οικοδομικά υλικά, ο όγκος παραγωγής ανακάμπτει έπειτα από τη σημαντική υποχώρηση μεταξύ 2009 και 2014, με τον δείκτη να σημειώνει άνοδο κατά 22% το 2018 σε σχέση με το 2017. Ο όγκος παραγωγής στις πλαστικές πλάκες, φύλλα και σωλήνες υποχωρεί τη διετία 2017-2018, με την κάμψη να είναι πιο έντονη το 2018 (-13%). Στα άλλα πλαστικά προϊόντα ο δείκτης κινείται ανοδικά από το 2015 και έπειτα σημειώνοντας σωρευτική άνοδο κατά 10%.

Πάντως, η κερδοφορία, η προσέλκυση και υλοποίηση επενδύσεων και εν γένει η ανταγωνιστικότητα της βιομηχανίας πλαστικών επηρεάζεται από τη συνολική φορολογική επιβάρυνση των επιχειρήσεων, συμπεριλαμβανομένων των ασφαλιστικών εισφορών. Στην Ελλάδα, η συνολική επιβάρυνση από φόρους (ως ποσοστό επί των κερδών) αυξήθηκε από 44% το 2014 σε 51,9% το 2019, επίπεδο που είχε να παρατηρηθεί περισσότερο από μια δεκαετία. Συγκρινόμενη με τον μέσο όρο των χωρών του ΟΟΣΑ, η φορολογική επιβάρυνση των επιχειρήσεων στην Ελλάδα είναι υψηλότερη κατά περίπου 12 ποσοστιαίες μονάδες. Σε μια σειρά επιλεγμένων χωρών, η χώρα καταλαμβάνει θέση υψηλότερη από χώρες με ώριμο δημοσιονομικό σύστημα, όπως η Σουηδία και η Γερμανία, ενώ η απόσταση από γειτονικές χώρες, όπως η Βουλγαρία και η Κύπρος φτάνει τις 25 έως 30 ποσοστιαίες μονάδες.