Πηγή Εικόνας: ΑΠΕ - ΜΠΕ

Γιώργος Παπακωνσταντίνου

Οι Γερμανοί της Ehret + Klein, μέσω της Ehret + Klein Ελλάδος, και η Parostec, ένωσαν δυνάμεις με στόχο να δώσουν νέα ζωή στο εγκαταλελειμμένο κτίριο στην οδό Χρήστου Λαδά 3, που λειτουργούσε ως έδρα του Ομίλου Λαμπράκη μέχρι το 2004. Σε αυτά θα μετακομίσουν έως το τέλος Μαΐου περίπου 160 εργαζόμενοι της ΔΕΗ που μισθώνει το ακίνητο, όπως αναφέρθηκε χτες στο πλαίσιο σχετικής παρουσίασης του «αναγεννημένου» κτηρίου. Η περίοδος κατασκευής ξεκίνησε τον Φεβρουάριο του 2022, με εσωτερικές κατεδαφίσεις, και ολοκληρώθηκε τον Απρίλιο του 2024. Το εμβληματικό κτίριο, που βρίσκεται στο εμπορικό τρίγωνο της Αθήνας, σχεδιάστηκε από τον αναγνωρισμένο Έλληνα αρχιτέκτονα Κωνσταντίνο Κιτσίκη, ο οποίος είχε σπουδάσει στη Γερμανία. Αρχικά, κατασκευάστηκε τη δεκαετία του 1930 ως τριώροφο κτίριο, ενώ τις δεκαετίες του 1950 και του 1970 προστέθηκαν νέοι όροφοι.

Η «αναγέννηση» του ιστορικού κτηρίου

Η εταιρεία μεταμόρφωσε το κτίριο, που ήταν εγκαταλελειμμένο από το 2017, σε ένα προοδευτικό, ευχάριστο, και φιλικό προς το περιβάλλον χώρο εργασίας, διατηρώντας την αρχιτεκτονική του ιστορία. Το κόστος της ανάπλασης ξεπερνάει τα 8,5 εκατομμύρια ευρώ χωρίς αυτό της απόκτησης ύψους 2 εκατ. ευρώ. Το μίσθωμα εκτιμάται στα επίπεδα των 25-30 ευρώ/τ.μ., ενώ η αρχική σύμβαση έχει 3ετή διάρκεια με option ανανέωσης. Ο συνολικός χώρος ενοικίασης είναι 3.074,11 τ.μ. και αποτελείται από 8 ορόφους γραφείων και χώρους συναντήσεων, και ένα ισόγειο με αμφιθέατρο και καφέ. Το κτίριο πιστοποιήθηκε κατά τη μέθοδο «BREEAM» με αξιολόγηση «ΠΟΛΥ ΚΑΛΟ». Για πρώτη φορά στην Ελλάδα χρησιμοποιήθηκε ο καινοτόμος μηχανισμός του «Καλειδοσκοπίου», ο οποίος αύξησε την αυτονομία του φυσικού φωτός σε έναν τυπικό όροφο γραφείων από το 21% στο 67%. Από τη χρήση των υπαρχόντων οικοδομικών υλικών μειώθηκαν κατά 60% οι εκπομπές διοξειδίου του άνθρακα συγκριτικά με το αν γίνονταν νέες κατασκευές. Το νέο αρχιτεκτονικό όραμα για τη ριζική ανακαίνιση και την εντυπωσιακή μετατροπή του υπάρχοντος κτιρίου σε αρχιτεκτονικό ορόσημο για την αναγέννηση του νέου κέντρου της Αθήνας οφείλεται στο διεθνώς βραβευμένο αθηναϊκό γραφείο DECA Architecture, του Αλέξανδρου Βαΐτσου και του Carlos Loperena.

Τι «βλέπουν» οι Γερμανοί στην Ελλάδα

Ως προς το γιατί η γερμανική εταιρεία «έριξε δίχτυα» στην ελληνική αγορά, τη μόνη μη γερμανόφωνη στην οποία έχει επεκταθεί, οι άνθρωποι του ομίλου σημείωσαν τα εξής: «αποφασίσαμε να επενδύσουμε στην Ελλάδα για τέσσερις λόγους. Πρώτον, γιατί έχουμε προσωπικές σχέσεις με τη χώρα πάνω από 30 χρόνια. Δεύτερον, διότι μετά από 10 χρόνια οικονομικής κρίσης η Ελλάδα έχει πολλές αναξιοποίητες ευκαιρίες στον τομέα του real estate. Με τη διεθνή εμπειρία και τεχνογνωσία μας μπορούμε να βοηθήσουμε τη χώρα και την Αθήνα να αναπτυχθεί βιώσιμα και να πετύχει τον μετασχηματισμό της. Τρίτον, διότι έχουμε ένα μεγάλο και αξιόπιστο δίκτυο συνεργατών, το οποίο μας διευκολύνει να υλοποιήσουμε τα έργα μας. Η Ελλάδα είναι η πρώτη μη γερμανόφωνη χώρα (Γερμανία, Αυστρία & Ελβετία) που δραστηριοποιούμαστε επιχειρηματικά. Τέταρτον, γιατί μας αρέσει πολύ να συνεργαζόμαστε με τους Έλληνες». Σε κάθε περίπτωση, ο γερμανικός όμιλος αναζητάει ευκαιρίες στην Ελλάδα, ενώ στη Γερμανία συμμετέχει σε project που ποικίλλουν σε προϋπολογισμό (από 5 έως 100 εκατ. ευρώ).

Σύμφωνα με τους ίδιους, αποφασίστηκε η συνεργασία με την Parostec γιατί είναι τρίτη γενιά κατασκευαστών με μεγάλη εμπειρία και με έναν προσανατολισμό σε πράσινα κτίρια. «Επεκτείνουμε τη δραστηριότητα μας στην Ελλάδα αγοράζοντας νέα ακίνητα – πρότζεκτ και αναζητώντας ευκαιρίες για περαιτέρω ανάπτυξη. Κοιτάζουμε και άλλες περιοχές της Αθήνας, τα προάστια του Πειραιά αλλά και τη Θεσσαλονίκη, που εκτιμάμε ότι έχει περιθώρια ανάπτυξης και αποτελεί ευκαιρία», ανέφεραν τα στελέχη του ομίλου. «Η Θεσσαλονίκη μετά την Αθήνα είναι σαφέστατα η πιο ανερχόμενη αγορά και αν εντοπίσουμε κάποια αξιόλογη ευκαιρία σίγουρα θα δραστηριοποιηθούμε κι εκεί», σημείωσαν χαρακτηριστικά

Η έλλειψη φυσικού φωτός

Μία από τις κύριες κατασκευαστικές προκλήσεις ήταν η έλλειψη διείσδυσης φυσικού φωτός, κοινό φαινόμενο στο πυκνοδομημένο κέντρο της Αθήνας. Το καινοτόμο σύστημα «Καλειδοσκόπιο», σε συνδυασμό με τα ηλιακά ράφια, σχεδόν διπλασίασε την αυτονομία του φυσικού φωτός. Συγκεκριμένα, το “Καλειδοσκόπιο” αποτελείται από ένα φωταγωγό στρατηγικά τοποθετημένο στο κέντρο του κτιρίου και έναν ηλιοστάτη στην οροφή που ακολουθεί την πορεία του ήλιου και ανακατευθύνει το ηλιακό φως στον φωταγωγό. Μερικώς επενδυμένο με πρισματικές επιφάνειες κατόπτρου, ο φωταγωγός αντανακλά το φως προς τα κάτω, διαχέοντάς το στους εργασιακούς χώρους και στους δημόσιους χώρους μέσω ειδικά σχεδιασμένων ανοιγμάτων που γίνονται μεγαλύτερα στους χαμηλότερους ορόφους. Επιπλέον, τα εξωτερικά ηλιακά ράφια στη νότια όψη επιτρέπουν στο φυσικό φως να διεισδύσει πιο βαθιά στους εργασιακούς χώρους αντανακλώντας το από την οροφή με μια επιφάνεια υψηλής ανακλαστικότητας τοποθετημένη στο επάνω μέρος.

Ακόμη, τα ηλιακά ράφια παρέχουν σκίαση από τον ήλιο και μειώνουν την αντανάκλαση στα παράθυρα χωρίς να εμποδίζουν τη θέα, καθώς είναι τοποθετημένα πάνω από το επίπεδο των ματιών. Κατά τη διάρκεια των δεκαετιών, η όψη του κτιρίου είχε υποστεί πολλές αλλαγές, με την αντανάκλαση και την προστασία από τον ήλιο να παραμένουν σημαντικές προκλήσεις. Παλαιότερα, εντελώς απροστάτευτο από τον ήλιο, το κτίριο είχε υπερβολικά φορτία ψύξης και μη βιώσιμη κατανάλωση ηλεκτρικής ενέργειας το καλοκαίρι. Τώρα, η νέα όψη, κατασκευασμένη από βιώσιμα παραγόμενο ξύλο, παρέχει σκίαση από τον ήλιο και ρυθμίζει την είσοδο του φυσικού φωτός με ειδικά σχεδιασμένα σκίαστρα. Τέλος, το δώμα με τα φωτοβολταϊκά παράγει πράσινη ηλεκτρική ενέργεια, μειώνοντας τις εκπομπές διοξειδίου του άνθρακα.

«Οραματιστήκαμε και υλοποιήσαμε τη μεταμόρφωση του κτιρίου στη Χρήστου Λαδά 3 σε ένα καινοτόμο, μοντέρνο και ανθεκτικό εργασιακό περιβάλλον, όπου οι εργαζόμενοι θα μπορούν να απολαμβάνουν το φυσικό φως, να δουλεύουν αρμονικά χωρίς περισπασμούς από τον θόρυβο της πόλης, και να αλληλοεπιδρούν ουσιαστικά με τους συναδέλφους τους στους καλά σχεδιασμένους κι ευχάριστους κοινόχρηστους χώρους. Ταυτόχρονα, ολόκληρη η γειτονιά, η οποία υπέφερε κατά τη διάρκεια της οικονομικής ύφεσης, γίνεται πιο ελκυστική για μελλοντικές επενδύσεις, συνεισφέροντας στην ευρύτερη ανάπλαση της Αθήνας. Στην ehret+klein συστηματικά αναπτύσσουμε έργα τα οποία λειτουργούν διορθωτικά στις πόλεις και προσφέρουν καλύτερες συνθήκες διαβίωσης για τους πολίτες και τους εργαζόμενους», δήλωσε ο Michael Ehret, Managing Partner της ehret+klein Ελλάδος.