Στις προκλήσεις που αντιμετωπίζουν οι επιχειρήσεις σήμερα σε σχέση με την κλιματική αλλαγή αναφέρθηκε η Εταίρος και Επικεφαλής Υπηρεσιών Βιώσιμης Ανάπτυξης της ΕΥ Ελλάδος Κιάρα Κόντη, εστιάζοντας στη συστημική σχέση μεταξύ μετριασμού, προσαρμογής και ανθεκτικότητας καθώς και τους διαφορετικούς χρονικούς ορίζοντες που έχουν οι δεσμεύσεις σε ευρωπαϊκό και εθνικό επίπεδο.

Στην τοποθέτησή της στο πλαίσιο του συνεδρίου «Green Deal Greece 2023», που οργάνωσε το Τεχνικό Επιμελητήριο Ελλάδας, σε συνεργασία με το economix.gr στο Κέντρο Πολιτισμού Ίδρυμα Σταύρος Νιάρχος, η κ. Κόντη υπογράμμισε το ζήτημα της συστημικής προσέγγισης και συγκεκριμένα πώς δένουν τα ζητήματα της ενέργειας, της βιοποικιλότητας, της κυκλικής οικονομίας με οικονομικοκοινωνικές επιδράσεις.

Παρατήρησε χαρακτηριστικά ότι «δεν μπορούμε να μιλάμε μεμονωμένα για την ενέργεια χωρίς να βλέπουμε το σύνολο».

Το δεύτερο θέμα που έθεσε ήταν αυτό του χρονικού ορίζοντας καθώς όπως σημείωσε «οι δεσμεύσεις που έχουμε, και από την Ευρωπαϊκή Πράσινη Συμφωνία και σε εθνικό επίπεδο, κινούνται σε αρκετά διαφορετικούς χρονικούς ορίζοντες από κει που εστιάζουμε, και σε επίπεδο επιχειρήσεων αλλά και σαν Πολιτεία».

«Μιλάμε σήμερα για ανθεκτικότητα ενώ δεν έχουμε καταλάβει πολύ καλά τις διαφορές μεταξύ προσαρμογής και ανθεκτικότητας» σημείωσε, εξηγώντας ότι «αυτή την στιγμή υπάρχει μια στρατηγική για την προσαρμογή στην κλιματική αλλαγή η οποία βασίζεται σε κλιματικά μοντέλα τα οποία δεν είναι τα πιο updated που έχουμε».

Επομένως, σύμφωνα με την κ. Κόντη «πριν πάμε στην ανθεκτικότητα πρέπει να ξαναδούμε λίγο στην προσαρμογή και το τι πρέπει να αλλάξει».

Φέρνοντας ένα σχετικό παράδειγμα ανέφερε ότι «αν σε μια περιοχή τα κλιματικά μοντέλα μας λένε ότι στους συγκεκριμένους χρονικούς ορίζοντες υπάρχουν πολύ συγκεκριμένα ακραία ή χρόνια καιρικά φαινόμενα μέσα από την κλιματική αλλαγή, η ανθεκτικότητα δεν είναι το πως θα κάνουμε εκεί είτε τις βιομηχανίες είτε τους οικισμούς πιο ανθεκτικούς αλλά σε ένα πρώτο βήμα πριν, στο βήμα της προσαρμογής, αν θα πρέπει εκεί να υπάρχει οικισμός, βιομηχανία, παραγωγή».

Επομένως, όπως υποστήριξε «τίθενται θέματα και σειριακά, μεταξύ μετριασμού, προσαρμογής και ανθεκτικότητας αλλά και συστημικά».

Σχετικά με τις επιχειρήσεις, η κ. Κόντη παρατήρησε ότι υπάρχει μία σειρά πολύ έντονων απαιτήσεων σε επίπεδο κανονισμών όπως οι Ευρωπαϊκές οδηγίες για τη μέτρηση του ανθρακικού αποτυπώματος «οι οποίες σε αρκετές περιπτώσεις δεν ευθυγραμμίζονται τεχνικά με αυτά ακριβώς που απαιτεί η τωρινή απαίτηση μέτρησης του κλιματικού νόμου» όπως σχολίασε.

Στη συνέχεια, η κ. Κόντη έκανε λόγο για έλλειψη ενημέρωσης γύρω από το τι σημαίνει κλιματική αλλαγή. «Υπάρχει ένα τεράστιο κενό στο τι σημαίνει και πως προκαλείται» σημείωσε και πρόσθεσε ότι τα εμπόδια των επιχειρήσεων που θέλουν να προχωρήσουν σε μία επένδυση «δεν έχουν να κάνουν μόνο με αυτό και δεν έχουν να κάνουν κυρίως με αυτό στην παρούσα φάση. Δηλαδή επενδύσεις που μπορεί να θέλουν να κάνουν οι επιχειρήσεις σε φωτοβολταϊκά ο πρώτος λόγος που μπορεί να μην γίνουν δεν είναι ότι η τοπική κοινωνία μπορεί να αντιστέκεται, είναι κυρίως τα θέματα του δικτύου».

«Άρα και πολύ πριν φτάσουμε σε αυτού του τύπου τα προβλήματα για τις επιχειρήσεις αντίστοιχα είναι πολύ μεγαλύτεροι οι κίνδυνοι και οι ευκαιρίες που έχουν και η ανάγκη ανάλυσής τους και για τη σωστή μέτρηση και μετριασμό του ανθρακικού αποτυπώματος και της στοχοθέτησης που έχουν βάλει αλλά και των φυσικών κινδύνων που τους πλήττουν» ανέφερε.

Ακολούθως, έδωσε μία ακόμα οπτική σε ό,τι αφορά το κλίμα, τα ανθρακικά αποτυπώματα και τους κινδύνους από ακραία ή χρόνια καιρικά φαινόμενα σε ένα άμεσο επίπεδο επιχειρήσεων.

Σύμφωνα με την κ. Κόντη, για πάρα πολλές επιχειρήσεις και το θέμα των εκπομπών αερίων θερμοκηπίου και το θέμα των φυσικών κινδύνων που έχουνε από το κλίμα αφορά στη μεγαλύτερή τους έκταση την εφοδιαστική τους αλυσίδα. 

Ακόμα μία πτυχή που αφορά τις επιχειρήσεις είναι η μέτρηση του ανθρακικού αποτυπώματος που πρέπει να κάνουν οι ίδιες και συγκεκριμένα πως τελικά μπορούν να αποτυπώσουν και να συλλέξουν αυτή την πληροφορία που χρειάζονται, γιατί για πολλούς κλάδους το μεγαλύτερο μερίδιο των εκπομπών είναι από την εφοδιαστική αλυσίδα και τη χρήση των προϊόντων.

«Τα εργαλεία υπάρχουν, οι απαιτήσεις και οι κανονιστικές και οι απαιτήσεις της αγοράς υπάρχουν και κινητοποιούν τις επιχειρήσεις. Αυτό που λείπει είναι η ευθυγράμμιση μεταξύ των μεθοδολογιών» παρατήρησε, επισημαίνοντας ότι υπάρχουν σημεία προς βελτίωση στον κλιματικό νόμο ως προς τον τρόπο που οριοθετούν οι εταιρείες τη μέτρηση του ανθρακικού αποτυπώματος.

Ωστόσο, «στην ουσία from a financial point of view για τις ίδιες τις επιχειρήσεις, για τα επιχειρηματικά τους μοντέλα και τη χρηματοοικονομική επίπτωση που φέρνει η κλιματική αλλαγή σε αυτές η ανάλυση των κινδύνων μετάβασης και των φυσικών κινδύνων, που δεν συνδέονται τόσο άμεσα με τη μέτρηση, αλλά με το τι μας έρχεται μέσα από κλιματικά μοντέλα και σενάρια, είναι αυτό που τελικά δένει την κατανόηση της κλιματικής αλλαγής με το επιχειρείν» τόνισε.

Μάλιστα, όπως επισήμανε «αν δεν ενωθούν αυτά τα δύο, αν δεν είναι πολύ κατανοητό πως επηρεάζεται η επιχείρηση από τη μία και πως επηρεάζει από την άλλη, όλο αυτό μένει στη θεωρία και σε ένα tick the box υποβολή ας πούμε για το ανθρακικό αποτύπωμα στον κλιματικό νόμο».

 

Η ίδια υποστήριξε ότι υπάρχουν οι γρήγορες και απλές λύσεις και υπάρχουν και οι πολύ πιο συστημικές λύσεις. «Δηλαδή από τη μια με πολύ μικρές παρεμβάσεις σε θέματα μεθοδολογίας όσον αφορά κυρίως τη μέτρηση του ανθρακικού αποτυπώματος και στο πλαίσιο του κλιματικού νόμου μπορούμε πολύ εύκολα να ευθυγραμμίσουμε τις μεθόδους μέτρησης και δημοσιοποίησης αυτών των στοιχείων» πρόσθεσε.

Σε πολύ πιο συστημικό επίπεδο, η κ. Κόντη εκτίμησε ότι «αυτό που λείπει και δεν μιλάω μόνο σε επίπεδο πολιτείας, μιλάω και κυρίως σε επίπεδο επιχειρήσεων αυτή τη στιγμή είναι μια προσέγγιση που δεν κοιτάει ούτε μεμονωμένα την ενέργεια, ούτε μεμονωμένα το κλίμα, ούτε μεμονωμένα την βιοποικιλότητα, την κυκλική οικονομία αλλά πιο συστημικά».

Αντίστοιχα, σε επίπεδο οικονομικού σχεδιασμού, «οι επιχειρήσεις είναι συνηθισμένες να κοιτάνε πολύ-πολύ βραχυπρόθεσμα. Όταν μιλάμε όμως για την κλιματική αλλαγή αυτό προφανώς δημιουργεί ανάγκες για πολύ πιο μεσομακροπρόθεσμο σχεδιασμό που επηρεάζει πίσω τη στρατηγική, που επηρεάζει το επιχειρηματικό πλάνο της χρονιάς, που σε βάθος χρόνου ενδέχεται να επηρεάσει το επιχειρηματικό μοντέλο, δηλαδή τα προϊόντα και τις υπηρεσίες που παρέχει αυτή η εταιρεία» εξήγησε.

«Άρα η σύνδεση των διαφορετικών χρονικών οριζόντων και η πρόβλεψη του τι κάνουμε σήμερα για την επόμενη χρονιά λαμβάνοντας υπόψη το τι πρέπει να κάνουμε για το 2030 παράδειγμα που είναι πολύ συγκεκριμένοι στόχοι, νομίζω είναι από τα βασικά στοιχεία στη βελτίωση του τρόπου που διαχειριζόμαστε αυτά τα θέματα. Δηλαδή πιο συστημικά και με έναν σχεδιασμό πολύ πιο μεσομακροπρόθεσμο από την πλευρά των επιχειρήσεων» κατέληξε.