Υπόμνημα με τις θέσεις και τις προτάσεις της Κεντρικής Ένωσης Επιμελητηρίων, για την ενίσχυση της επιχειρηματικότητας, κατατέθηκε στον πρωθυπουργό και στους πολιτικούς αρχηγούς, λίγες μέρες πριν την 87η Διεθνή ‘Έκθεση Θεσσαλονίκης.

Τα επιμελητήρια ζητούν στοχευμένες παρεμβάσεις, έγκαιρη και αποτελεσματική αξιοποίηση των χρηματοδοτικών εργαλείων και συνέχιση των μεταρρυθμίσεων με στόχο τη θωράκιση και την ενίσχυση της ανταγωνιστικότητας της εγχώριας οικονομίας.

Όπως αναφέρεται, χαρακτηριστικά, στο υπόμνημα: «Η περίοδος που διανύουμε χαρακτηρίζεται από έντονες προκλήσεις, αλλά και ευκαιρίες για την ελληνική οικονομία. Όλα δείχνουν ότι η Ευρώπη έχει μπροστά της έναν ακόμη δύσκολο χειμώνα στασιμότητας, σε συνθήκες υψηλού δομικού πληθωρισμού, νομισματικής και δημοσιονομικής σύσφιγξης. Οι πρωτοφανείς στην ιστορία του κοινού νομίσματος επιτοκιακές αυξήσεις – σε συνδυασμό με τα περιορισμένα περιθώρια κρατικής στήριξης της ανάπτυξης – πλήττουν σοβαρά την οικονομία της ευρωζώνης.

Παρά τους μετωπικούς ανέμους από το εξωτερικό περιβάλλον, οι προσδοκίες της αγοράς και της κοινωνίας για την πορεία της εγχώριας οικονομίας είναι υψηλές.

Σύμφωνα με την Ευρωπαϊκή Επιτροπή, το ΔΝΤ, τον ΟΟΣΑ και τις εκτιμήσεις μεγάλων διεθνών οίκων, η ανάπτυξη για το 2023 θα κυμανθεί σε επίπεδα σημαντικά υψηλότερα του μέσου όρου της ευρωζώνης. Θετικές είναι οι εξελίξεις και σε δημοσιονομικό επίπεδο, καθώς το 2022 η Ελλάδα πέτυχε πρωτογενές πλεόνασμα, το οποίο για το 2023 αναμένεται ότι θα φτάσει στο 1,1% του ΑΕΠ.

Η εξάλειψη του πολιτικού ρίσκου μετά τις εκλογές του Ιουνίου ενίσχυσε την εμπιστοσύνη στη σταθερότητα και στις προοπτικές της ελληνικής οικονομίας, με το δείκτη οικονομικού κλίματος να βελτιώνεται σταθερά. Το 2022 ο αριθμός των επιχειρήσεων διευρύνθηκε, με τις νέες εγγραφές στο ΓΕΜΗ να σημειώνουν τη μεγαλύτερη αύξηση, που έχει καταγραφεί στα 10 χρόνια λειτουργίας του.

Η απορρόφηση των ευρωπαϊκών κονδυλίων, μέσω του Σχεδίου Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας και του ΕΣΠΑ 2021 – 2027 στηρίζουν την επενδυτική δραστηριότητα, λειτουργώντας ως ανάχωμα στην άνοδο των επιτοκίων. Η βελτίωση του επενδυτικού περιβάλλοντος αναμένεται να ενισχυθεί περαιτέρω, με την επίτευξη της επενδυτικής βαθμίδας, η οποία θα διευκολύνει σημαντικά τη χρηματοδότηση της πραγματικής οικονομίας.

Οι ελληνικές επιχειρήσεις παραμένουν σε κατάσταση εγρήγορσης. Συνεχίζουν να μάχονται ενάντια σε τρέχοντα και χρόνια προβλήματα, όπως είναι η αύξηση του κόστους, η συσσώρευση υποχρεώσεων εξαιτίας των διαδοχικών κρίσεων της περασμένης διετίας, η έλλειψη ανθρώπινου δυναμικού, αλλά και οι περιφερειακές ανισότητες, η δυσκολία πρόσβασης σε χρηματοδότηση κ.ά. Ταυτόχρονα, προσπαθούν να διασφαλίσουν συνθήκες βιωσιμότητας και ανάπτυξης στο μέλλον, ανασχεδιάζοντας τις στρατηγικές, προγραμματίζοντας νέες επενδύσεις, ενσωματώνοντας νέες τεχνολογίες.

Αυτή η προσπάθεια είναι άμεσα συνυφασμένη με την επίτευξη των αναπτυξιακών στόχων της χώρας. Ο μόνος δρόμος για την επίτευξη υψηλών ρυθμών ανάπτυξης, με παράλληλη ενίσχυση των εισοδημάτων, περνά μέσα από τη σταθερή βελτίωση της παραγωγικότητας, της ανταγωνιστικότητας και της εξωστρέφειας των ελληνικών επιχειρήσεων – ιδιαίτερα των μικρομεσαίων, οι οποίες συνεισφέρουν το 92% του παραγόμενου εθνικού προϊόντος της ελληνικής οικονομίας, το 40% των εξαγωγών και το 70% της απασχόλησης. Περνά, επίσης, από τη διαμόρφωση όρων που ευνοούν την ισόρροπη ανάπτυξη και τη δίκαιη διάχυση του οφέλους της, στο σύνολο της ελληνικής κοινωνίας, σε κάθε περιφέρεια της χώρας.

Αναγνωρίζοντας τα θετικά βήματα που έχουν γίνει ως τώρα, η αγορά αναμένει περισσότερες ακόμη δράσεις για την ενδυνάμωση των μικρομεσαίων ειδικά επιχειρήσεων, ώστε να μπορέσουν να υποστηρίξουν τον παραγωγικό μετασχηματισμό και την ανάπτυξη της οικονομίας.

Αναμένουμε έγκαιρη και αποτελεσματική αξιοποίηση των ευρωπαϊκών πόρων, ώστε να μη λειτουργήσουν μόνο ως πηγή πρόσκαιρης ρευστότητας, αλλά να δημιουργήσουν μόνιμο αναπτυξιακό αντίκτυπο για τις επιχειρήσεις και την οικονομία.

Παράλληλα με την κινητοποίηση επενδύσεων, αναμένουμε τη συνέχιση των δομικών μεταρρυθμίσεων που ενισχύουν την ανθεκτικότητα, τη συνολική παραγωγικότητα και την ανταγωνιστικότητα της ελληνικής οικονομίας.

Αναμένουμε πολιτικές για την ενίσχυση της περιφερειακής ανάπτυξης, μέσων της αναβάθμισης των περιφερειακών υποδομών, της εφαρμογής στρατηγικών έξυπνης εξειδίκευσης, την αναβάθμιση του πρωτογενούς τομέα, την  παροχή κινήτρων και ενισχύσεων για τη στήριξη της τοπικής επιχειρηματικότητας, τη δημιουργία νέων θέσεων εργασίας και τη διακράτηση των νέων ανθρώπων στον τόπο τους.

Αναμένουμε ένα στοχευμένο μείγμα δράσεων για την αντιμετώπιση της ακρίβειας, η οποία πλήττει τόσο τις επιχειρήσεις όσο και τα νοικοκυριά, πιέζοντας το διαθέσιμο εισόδημα, τις προσδοκίες  και τις αγοραστικές δαπάνες των καταναλωτών.

Αναμένουμε, τέλος, να συνεχιστούν τα λελογισμένα βήματα μείωσης της φορολογίας και της επιβάρυνσης της μισθωτής εργασίας, στο πλαίσιο μιας συνετής και υπεύθυνης δημοσιονομικής πολιτικής. Η ανάγκη για διατήρηση της δημοσιονομικής ισορροπίας είναι αυτονόητη και θα πρέπει να υπηρετηθεί, μέσα από ένα υγιές μείγμα δαπανών και εσόδων: με ενισχυμένο πρόγραμμα δημοσίων επενδύσεων, συγκράτηση των λειτουργικών δαπανών του κράτους, διεύρυνση της φορολογικής βάσης και αποτελεσματική καταπολέμηση της φοροδιαφυγής».

Τέλος, η ΚΕΕΕ επισημαίνει ότι μπορεί να συμβάλλει καθοριστικά στην επίτευξη των αναπτυξιακών στόχων, καθώς αποτελεί το θεσμικό συνομιλητή της πολιτείας σε θέματα επιχειρηματικότητας και εκπροσωπεί την επιμελητηριακή κοινότητα.