Ως «κορυφαία» χαρακτηρίζει τη συμβολή του Κέντρου Ανανεώσιμων Πηγών Ενέργειας στην «πράσινη» ενεργειακή μετάβαση της Ελλάδας, ο πρόεδρος του ΚΑΠΕ, δρ Σπυρίδων Οικονόμου. Μιλώντας στο ΑΠΕ-ΜΠΕ επισημαίνει χαρακτηριστικά ότι: «Από την ίδρυσή του το 1987, το ΚΑΠΕ έχει εξελιχθεί σε ένα σύγχρονο εθνικό ενεργειακό κέντρο και ερευνητικό φορέα, με διεθνές κύρος, αριστεία στις δραστηριότητές του, αξιόλογο ανθρώπινο δυναμικό και ανταγωνιστικό στην ανάληψη και εκτέλεση προγραμμάτων σε ελληνικό, ευρωπαϊκό και διεθνές επίπεδο».

 

Σύμφωνα με τον καθηγητή: «Η διείσδυση των ΑΠΕ σε ποσοστό 80% στο ενεργειακό μίγμα στην ελληνική επικράτεια και 100% στα ελληνικά νησιά, η δημιουργία κτηρίων μηδενικής κατανάλωσης και θετικής συνεισφοράς στο ηλεκτρικό δίκτυο, η ανάπτυξη αυτόνομων μικροδικτύων, η ανάπτυξη της αλυσίδας αξίας υδρογόνου, υπεράκτιων αιολικών και φωτοβολταϊκών πάρκων, η αξιοποίηση των μικρών ανεμογεννητριών από τη βιομηχανία, τις επιχειρήσεις και τους πολίτες, και η διείσδυση της ηλεκτροκίνησης στον τομέα των μεταφορών, είναι πρωταρχικοί στόχοι δραστηριότητας του ΚΑΠΕ τα επόμενα 5 χρόνια».

 

Όπως τονίζει ο κ. Οικονόμου: Η εισβολή της Ρωσίας στην Ουκρανία τον Φεβρουάριο 2022 και οι επακόλουθες γεωστρατηγικές εντάσεις κατέστησαν απαραίτητες νέες πολιτικές (REPowerEU) για την επιτάχυνση της ενεργειακής μετάβασης και την ενεργειακή αυτονομία της Ευρώπης, στοχεύοντας στην εξοικονόμηση ενέργειας (ΕΞΕ), στην παραγωγή καθαρής ηλεκτρικής ενέργειας (ΗΕ) και στη διαφοροποίηση των ενεργειακών μας αποθεμάτων. Ενώ, ταυτόχρονα, βρίσκεται σε εξέλιξη η στρατηγική της ΕΕ για τη βελτιστοποίηση και τον εκσυγχρονισμό του ενεργειακού συστήματος της ΕΕ στο σύνολό του.

 

Σύμφωνα πάντα με τον κ. Οικονόμου: «Στην αντιμετώπιση της κλιματικής κρίσης, σημαντικό ρόλο αναμένεται να διαδραματίσουν οι τεχνολογίες υδρογόνου, αλλά και οι τεχνολογίες δέσμευσης, μεταφοράς, αποθήκευσης και χρήσης διοξειδίου του άνθρακα (CCTSU, carbon capture, transportation, storage and usage), έναν τομέα όπου το ΚΑΠΕ συνεργάζεται με Ευρωπαϊκούς φορείς στο πλαίσιο Ευρωπαϊκών έργων (Horizon 2020 και Horizon Europe) και συνδιαμορφώνουν το βέλτιστο θεσμικό πλαίσιο ανάπτυξης και εφαρμογής των τεχνολογιών CCTSU».

 

Όπως χαρακτηριστικά αναφέρει: Στο διεθνές μεταβαλλόμενο ενεργειακό τοπίο, το ΚΑΠΕ εξελίσσεται και ανταποκρίνεται στις νέες τεχνολογικές προκλήσεις. Και συνεχίζει λέγοντας: «Το ΚΑΠΕ έχει ως στόχο τη συνεχή στήριξη της “πράσινης” ενεργειακής, βιομηχανικής και ψηφιακής μετάβασης της χώρας, παρακολουθώντας και συμβάλλοντας στην ενσωμάτωση των κοινών Ευρωπαϊκών πολιτικών στην εθνική νομοθεσία της απανθρακοποίησης (decarbonisation), της ψηφιοποίησης (digitalisation), της αποκεντρωμένης παραγωγής (decentralization) και περαιτέρω απελευθέρωσης (deregulation) του ενεργειακού τομέα προς όφελος των πολιτών (democratisation)». Ενώ καταλήγοντας αναφέρει: «Η ενδυνάμωση του ΚΑΠΕ με νέο εξειδικευμένο προσωπικό, σύγχρονη διοικητική διάρθρωση και αναβαθμισμένο θεσμικό ρόλο, περιλαμβάνονται στις επιδιώξεις της Διοίκησης του ΚΑΠΕ».

 

Λ. Πυριγιώτης: Προτάσσοντας την ενεργειακή απόδοση, απέναντι στην πρόκληση της ενεργειακής μετάβασης

«Η εκπλήρωση της επιταγής “Πρώτα η ενεργειακή απόδοση” (energy efficiency first) είναι κομβικής σημασίας, όπως εξάγεται από το σύνολο των προτεινόμενων νέων Οδηγιών στο πλαίσιο του νομοθετικού πακέτου Fit-For-55». Αυτό επισημαίνει από την πλευρά του, μιλώντας στο ΑΠΕ-ΜΠΕ, ο διευθυντής του ΚΑΠΕ δρ Λαμπρος Πυργιώτης.

 

Όπως εξηγεί: «Βάσει αυτών, η κλιματική ουδετερότητα επιδιώκεται μέσω της ταυτόχρονης επίτευξης διαφορετικών στόχων, όπως ενδεικτικά είναι η εξοικονόμηση τελικής ενέργειας στο πλαίσιο του Άρθρου 8 της πρότασης για αναδιατύπωση της Οδηγίας για την Ενεργειακή Απόδοση (Οδηγία 2012/27/ΕΕ), η διείσδυση ΑΠΕ στη θέρμανση και την ψύξη, η μείωση της τελικής κατανάλωσης ενέργειας στους δημόσιους φορείς, η προώθηση των ΑΠΕ στη βιομηχανία κ.ά. Η λογική της συγκεκριμένης προσέγγισης είναι να μην επιδιώκεται η ενεργειακή μετάβαση μονοδιάστατα, μέσω της αύξησης της παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας από ΑΠΕ, αλλά με συνδυασμό παρεμβάσεων που μεγιστοποιούν το οικονομικό, κοινωνικό και περιβαλλοντικό όφελος».

 

«Η διαφορά μπορεί να αποδεχτεί τεράστια, όπως έχει ήδη αποτυπωθεί από τα εξεταζόμενα σενάρια στο πλαίσιο της μακροχρόνιας στρατηγικής της χώρας για το 2050. Πιο συγκεκριμένα, για την επίτευξη κλιματικής ουδετερότητας το 2050, η εγκατεστημένη ισχύς των ΑΠΕ για ηλεκτροπαραγωγή στο σενάριο EE1.5 (σενάριο μέγιστης αξιοποίησης δυναμικού εξοικονόμησης ενέργειας) θα ανέλθει σε 33,6 GW, ενώ στο σενάριο NC1.5 (σενάριο πολύ υψηλής διείσδυσης ΑΠΕ) σε 63,9 GW, απαιτώντας επιπρόσθετες επενδύσεις για την εγκατάσταση τριπλάσιας ισχύος μονάδων διαφορετικών τύπων αποθήκευσης της παραγόμενης ηλεκτρικής ενέργειας (ηλεκτρόλυση, μπαταρίες και αντλησιοταμίευση)» αναφέρει.

 

Σύμφωνα πάντα με τον κ. Πυργιώτη: «Η βασική αρχή σχεδιασμού πρέπει να περιλαμβάνει αρχικά τη μείωση της ζήτησης ενέργειας έως τα βέλτιστα επίπεδα από πλευράς κόστους και αποτελέσματος και στη συνέχεια την αξιοποίηση των τεχνολογιών ΑΠΕ. Έτσι μεγιστοποιούνται οι συνεργίες μεταξύ δράσεων εξοικονόμησης ενέργειας και ΑΠΕ, ενώ ο στόχος της ενεργειακής μετάβασης επιτυγχάνεται με τον βέλτιστο λόγο κόστους – οφέλους, με την προστιθέμενη αξία των επενδύσεων εξοικονόμησης ενέργειας να είναι σήμερα σημαντικά υψηλότερη για την Ελληνική οικονομία από την αντίστοιχη των ΑΠΕ».

 

Συνεπώς, καταλήγει ο διευθυντής του ΚΑΠΕ: «Θεωρείται επιβεβλημένος ο σχεδιασμός μέτρων πολιτικής με σκοπό τη βελτίωση της ενεργειακής απόδοσης και την επίτευξη των σχετικών στόχων εξοικονόμησης ενέργειας»