Πηγή Εικόνας: ΑΠΕ-ΜΠΕ
Κεφάλαια άνω των 10 δις ευρώ έχουν δώσει οι ελληνικές τράπεζες παρέχοντας χρηματοδότηση για να προχωρήσουν σημαντικά και εμβληματικά projects, όπως αυτοκινητόδρομοι, αεροδρόμια, ενεργειακά κ.α.. «Τα τελευταία 3 χρόνια έχουν προχωρήσει ή προχωρούν υποδομές άνω των 15 δισ. ευρώ. Αυτές, απαιτούν χρηματοδότηση 10-12 δισ. ευρώ, ενώ το 95% έχει δοθεί από ελληνικές τράπεζες», είπε χαρακτηριστικά ο κ. Κ. Βασιλείου, αναπληρωτής Διευθύνων Σύμβουλος και Επικεφαλής Corporate & Investment Banking της Eurobank, σε σχετικό πάνελ με ανθρώπους των υποδομών στο φόρουμ των Δελφών.
Τα έργα και η χρηματοδότηση 

Ενδεικτικά αναφέρθηκε σε projects όπως η Εγνατία Οδός με χρηματοδότηση 1,2 δισ. ευρώ, ο ΔΑΑ με 1 δισ., τα περιφερειακά αεροδρόμια με 1 δισ. ευρώ, τα 3 οδικά ΣΔΙΤ (ΒΟΑΚ, Fly Over Θεσσαλονίκης, Καλαμάτα – Μεθώνη) με περίπου 800 εκατ. ευρώ συνολικά. Στις τράπεζες όμως, και έναντι του επόπτη τους, έχουνε να διαχειριστούν το θέμα με το concentration risk (συγκέντρωση ρίσκου). «Κάθε τράπεζα θα έχει διαθέσιμα περί τα 7 δισ. ευρώ. Όταν η χρηματοδότηση που απαιτείται για την ιδιωτικοποίηση, της Αττικής Οδού για παράδειγμα, ξεπερνάει τα 2 δισ. ή του μεγάλου ΒΟΑΚ αγγίζει το 1,5 δισ., πρακτικά σημαίνει ότι η έκθεση της κάθε τράπεζας, σε καθένα από αυτά τα projects, θα αντιπροσωπεύει περίπου το 10% των κεφαλαίων που μπορεί να δώσει. Ωστόσο, για να μη δημιουργήσω την οποιαδήποτε ανησυχία, έχουμε ήδη διασφαλίσει τη χρηματοδότηση αυτών των έργων», είπε χαρακτηριστικά.

Κατά τον ίδιο, η κερδοφορία των τραπεζών είναι απαραίτητη, όχι μόνο για να αντέξουν πιθανούς μελλοντικούς κραδασμούς, αλλά κατεξοχήν, για να χρηματοδοτήσουνε την όποια μελλοντική ανάπτυξη. «Για κάθε 100 ευρώ δανείου, απαιτούνται κατ’ ελάχιστο 15 ευρώ ιδιωτικών κεφαλαίων. Αντιλαμβάνεστε λοιπόν, ότι για να υλοποιήσουμε το πλάνο μίας καθαρής πιστωτικής επέκτασης 6 – 7 δισ. ευρώ, την τετραετία 2022 – 2025, απαιτούνται νέα κεφάλαια της τάξης του 1 δισ.», σημείωσε.

Το ζήτημα των εγγυητικών και οι ξένες τράπεζες  

Όσον αφορά στις εγγυητικές, στην Eurobank δεν θεωρούνε ότι όλες οι εταιρείες είναι στην ίδια κεφαλαιακή κατάσταση, ενώ το τραπεζικό στέλεχος στάθηκε και στην… απουσία των ξένων τραπεζών. «Τα τελευταία χρόνια οι ξένες τράπεζες ήταν ηχηρά απούσες. Ελπίζουμε ότι εν όψει της ανάκτησης της επενδυτικής βαθμίδας από την χώρα θα επιστρέψουν. Και να δανείσουν με ανταγωνιστικούς όρους. Αρωγοί μας μέχρι σήμερα είναι, εν μέρη τα Supranationals, όπως η ΕIB και η EBRD και διαρθρωτικά κεφάλαια, όπως το ΤΑΑ όπου μέσω επιχορηγήσεων και δανείων συνεισφέρουν σημαντικά στη χρηματοδότηση των έργων και στο να καταστούν τα έργα πιο ελκυστικά από πλευράς απόδοσης. Πάντως, οι ελληνικές τράπεζες είναι εμφατικά εδώ. Ας έρθουν όμως και οι ξένες», κατέληξε ο ίδιος.

Τα «καμπανάκια» Εξάρχου

Πάντως, το θέμα των εγγυητικών μοιάζει «καυτό». Και ο διευθύνων σύμβουλος της Intrakat, Αλέξανδρος Εξάρχου, μιλώντας στους Δελφούς αναφέρθηκε και στην επιφυλακτική στάση του τραπεζικό τομέα όσον αφορά στην παροχή εγγυητικών για να προχωρήσουν τα έργα, αναγνωρίζοντας ότι έχουν «πλαφονάρει».

O κ. Εξάρχου τόνισε πως προκειμένου οι εταιρείες του κλάδου να μπορούν να ανταποκριθούν στην αύξηση του ανεκτέλεστου, απαιτείται τόσο κεφαλαιακή επάρκεια όσο και ανθρώπινο δυναμικό. «Το ζήτημα του brain drain και του brain gain είναι ιδιαίτερα σημαντικό» είπε ο κ. Εξάρχου, «όπως και η δυνατότητα των τραπεζών να υποστηρίξουν το όλο εγχείρημα». Σημείωσε ότι οι τράπεζες εμφανίζονται διστακτικές όχι γιατί δεν είναι επαρκώς κεφαλαιοποιημένη μια εταιρεία ή γιατί έχει αρνητικό cash flow αλλά γιατί ο όγκος των εγγυητικών επιστολών που απαιτούνται για να προχωρήσουν αυτά τα έργα, δεν μπορεί να εξυπηρετηθεί από τις τέσσερις συστημικές τράπεζες.

Ο επικεφαλής της Ιntrakat δήλωσε ότι πρόκειται για ένα πολύ σοβαρό θέμα που πρέπει να αντιμετωπιστεί σε επίπεδο κυβέρνησης και να εξεταστεί ακόμη και η στήριξη των τραπεζών, για να μην κινδυνεύσουν τα έργα, προβλέποντας ότι το πρόβλημα θα λάβει μεγαλύτερες διαστάσεις στα επόμενα δύο χρόνια. «Είναι καταφανής η ανάγκη για ισχυρή κεφαλαιοποίηση των εταιρειών, οι περισσότερες των οποίων έχουν εξασφαλίσει επάρκεια κεφαλαίων και θα έχουν υγιές και καλό cash flow, αλλά απαιτείται και ένα υγιές σύστημα» ανέφερε χαρακτηριστικά.