Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή παρουσίασε σήμερα τη νομοθετική της πρόταση για τη μεταρρύθμιση της οικονομικής διακυβέρνησης στην ΕΕ.

Η πρόταση της Επιτροπής λαμβάνει υπόψη την ανάγκη μείωσης των πολύ αυξημένων επιπέδων δημόσιου χρέους, βασίζεται στα διδάγματα που αντλήθηκαν από την απάντηση της πολιτικής της ΕΕ στην κρίση του COVID-19 και προετοιμάζει την ΕΕ για μελλοντικές προκλήσεις υποστηρίζοντας την πρόοδο προς μια πράσινη, ψηφιακή, χωρίς αποκλεισμούς και ανθεκτική οικονομία και να καταστήσει την ΕΕ πιο ανταγωνιστική.

 

Η Επιτροπή προτείνει ισχυρότερη εθνική ιδιοκτησία με ολοκληρωμένα μεσοπρόθεσμα σχέδια, βασισμένα σε κοινούς κανόνες της ΕΕ:

Τα εθνικά μεσοπρόθεσμα δημοσιονομικά-διαρθρωτικά σχέδια αποτελούν τον ακρογωνιαίο λίθο των προτάσεων της Επιτροπής. Τα κράτη μέλη θα χαράξουν και θα παρουσιάσουν εθνικά σχέδια όπου θα καθορίζουν τους δημοσιονομικούς τους στόχους, τα μέτρα για την αντιμετώπιση των μακροοικονομικών ανισορροπιών και τις μεταρρυθμίσεις και τις επενδύσεις προτεραιότητας για μια περίοδο τουλάχιστον τεσσάρων ετών. Αυτά τα σχέδια θα αξιολογηθούν από την Επιτροπή και θα εγκριθούν από το Συμβούλιο με βάση κοινά κριτήρια της ΕΕ.

Σύμφωνα με την Επιτροπή, η ενσωμάτωση δημοσιονομικών, μεταρρυθμιστικών και επενδυτικών στόχων σε ένα ενιαίο μεσοπρόθεσμο εθνικό σχέδιο θα συμβάλει στη δημιουργία μιας συνεκτικής και εξορθολογισμένης διαδικασίας. Θα ενισχύσει την εθνική ιδιοκτησία παρέχοντας στα κράτη μέλη μεγαλύτερα περιθώρια για τον καθορισμό των δικών τους οδών δημοσιονομικής προσαρμογής και των δικών τους δεσμεύσεων για μεταρρυθμίσεις και επενδύσεις. Τα κράτη μέλη θα υποβάλλουν ετήσιες εκθέσεις προόδου για να διευκολύνουν την αποτελεσματικότερη παρακολούθηση και επιβολή της εφαρμογής αυτών των δεσμεύσεων.

Η νέα διαδικασία δημοσιονομικής εποπτείας θα ενσωματωθεί στο Ευρωπαϊκό Εξάμηνο, το οποίο θα παραμείνει το κεντρικό πλαίσιο για τον συντονισμό της οικονομικής πολιτικής και της πολιτικής απασχόλησης.

 

H Επιτροπή προτείνει απλούστερους κανόνες λαμβάνοντας υπόψη τις διαφορετικές δημοσιονομικές προκλήσεις:

Κατά την Επιτροπή, οι δημοσιονομικές καταστάσεις, οι προκλήσεις και οι οικονομικές προοπτικές ποικίλλουν σημαντικά μεταξύ των 27 κρατών μελών της ΕΕ. Ως εκ τούτου, μια προσέγγιση που ταιριάζει σε όλους δεν λειτουργεί. Επιδιώκεται η ενίσχυση της βιωσιμότητας του δημόσιου χρέους και η προώθηση της βιώσιμης και χωρίς αποκλεισμούς ανάπτυξης σε όλα τα κράτη μέλη μέσω μεταρρυθμίσεων και επενδύσεων. Αυτή η προσέγγιση θα τηρεί ένα διαφανές κοινό πλαίσιο της ΕΕ.

Τα κράτη μέλη θα καθορίζουν τη δική τους διαδρομή για τη δημοσιονομική προσαρμογή τους. Αυτή η διαδρομή θα διαμορφώνεται με πολυετείς στόχους δαπανών. Κάθε χώρα θα καθορίζει τη δική της δημοσιονομική τροχιά σε περίοδο 4 ετών, αφού προηγουμένως υπάρξει διαπραγμάτευση με τις Βρυξέλλες.

Για κάθε κράτος μέλος με δημόσιο έλλειμμα άνω του 3% του ΑΕΠ ή δημόσιο χρέος άνω του 60% του ΑΕΠ, η Επιτροπή θα εκδίδει μια «τεχνική διαδρομή» για κάθε χώρα. Αυτή η διαδρομή θα επιδιώκει να διασφαλίσει ότι το χρέος θα τεθεί σε μια εύλογη καθοδική πορεία ή θα παραμείνει σε συνετά επίπεδα και ότι το έλλειμμα θα παραμείνει ή θα μειωθεί και θα διατηρηθεί κάτω από το 3% του ΑΕΠ μεσοπρόθεσμα.

Για τα κράτη μέλη με δημόσιο έλλειμμα κάτω του 3% του ΑΕΠ και δημόσιο χρέος κάτω του 60% του ΑΕΠ, η Επιτροπή θα παρέχει τεχνικές πληροφορίες στα κράτη μέλη για να διασφαλίσει ότι το δημόσιο έλλειμμα διατηρείται κάτω από την τιμή αναφοράς του 3% του ΑΕΠ, μεσοπρόθεσμα.

 

Θα ισχύουν κοινές ρήτρες ασφαλείας για τη διασφάλιση της βιωσιμότητας του χρέους:

Οι τιμές αναφοράς 3% και 60% του ΑΕΠ για το έλλειμμα και το χρέος θα παραμείνουν αμετάβλητες. Ο λόγος του δημόσιου χρέους προς το ΑΕΠ θα πρέπει να είναι χαμηλότερος στο τέλος της προγραμματικής περιόδου από ό,τι στην αρχή αυτής της περιόδου. Σε ότι αφορά το δημοσιονομικό έλλειμμα, υπάρχει υποχρέωση μείωσής του κατά 0,5% ετησίως, σε περίπτωση που υπερβαίνει το όριο του 3% του ΑΕΠ.

Σε περίπτωση σοβαρής οικονομικής ύφεσης στην ΕΕ ή στη ζώνη του ευρώ συνολικά ή εξαιρετικών περιστάσεων εκτός του ελέγχου του κράτους μέλους με σημαντικό αντίκτυπο στα δημόσια οικονομικά, γενικές και ειδικές για κάθε χώρα ρήτρες διαφυγής θα επιτρέπουν αποκλίσεις από τους στόχους δαπανών. Το Συμβούλιο, βάσει σύστασης της Επιτροπής, θα αποφασίζει για την ενεργοποίηση και απενεργοποίηση αυτών των ρητρών.

 

Διευκόλυνση μεταρρυθμίσεων και επενδύσεων σε τομείς προτεραιότητας της ΕΕ:

Οι μεταρρυθμίσεις και οι επενδύσεις είναι απαραίτητες. Η πράσινη και ψηφιακή μετάβαση, η ενίσχυση της οικονομικής και κοινωνικής ανθεκτικότητας και η ανάγκη ενίσχυσης της ικανότητας ασφάλειας της Ευρώπης θα απαιτήσουν μεγάλες και βιώσιμες δημόσιες επενδύσεις τα επόμενα χρόνια. Οι μεταρρυθμίσεις που ενισχύουν τη βιώσιμη και χωρίς αποκλεισμούς ανάπτυξη παραμένουν ουσιαστικό συστατικό των αξιόπιστων σχεδίων μείωσης του χρέους. Η θετική αλληλεπίδραση μεταξύ μεταρρυθμίσεων και επενδύσεων δείχνει ήδη τα πλεονεκτήματά της στο πλαίσιο του Μηχανισμού Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας (RRF) του NextGenerationEU, επισημαίνει η Επιτροπή.

Ως εκ τούτου, οι προτάσεις στοχεύουν να διευκολύνουν και να ενθαρρύνουν τα κράτη μέλη να εφαρμόζουν σημαντικά μεταρρυθμιστικά και επενδυτικά μέτρα. Τα κράτη μέλη θα επωφεληθούν από μια πιο σταδιακή πορεία δημοσιονομικής προσαρμογής εάν δεσμευτούν στα σχέδιά τους για μια σειρά μεταρρυθμίσεων και επενδύσεων που συμμορφώνονται με συγκεκριμένα και διαφανή κριτήρια.

 

Μέριμνα για αποτελεσματική επιβολή:

Οι προτάσεις της Επιτροπής παρέχουν στα κράτη μέλη περισσότερο έλεγχο στον σχεδιασμό των μεσοπρόθεσμων σχεδίων τους, όμως θέτουν επίσης σε εφαρμογή ένα πιο αυστηρό καθεστώς επιβολής για να διασφαλίσουν ότι τα κράτη μέλη εκπληρώνουν τις δεσμεύσεις που αναλαμβάνουν στα μεσοπρόθεσμα δημοσιονομικά διαρθρωτικά τους σχέδια.

Για τα κράτη μέλη που αντιμετωπίζουν σημαντικές προκλήσεις για το δημόσιο χρέος, οι αποκλίσεις από τη συμφωνημένη πορεία δημοσιονομικής προσαρμογής θα οδηγήσουν εξ ορισμού στο άνοιγμα μιας διαδικασίας υπερβολικού ελλείμματος. Eπίσης, η μη τήρηση των μεταρρυθμίσεων και των επενδυτικών δεσμεύσεων που δικαιολογούν την παράταση της περιόδου δημοσιονομικής προσαρμογής θα μπορούσε να έχει ως αποτέλεσμα τη συντόμευση της περιόδου προσαρμογής.

Τέλος, υπενθυμίζεται ότι το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο, έχει ζητήσει οι νομοθετικές εργασίες να ολοκληρωθούν το 2023. Η ταχεία συμφωνία για την αναθεώρηση των δημοσιονομικών κανόνων της ΕΕ και άλλων στοιχείων του πλαισίου οικονομικής διακυβέρνησης αποτελεί πιεστική προτεραιότητα στην τρέχουσα κρίσιμη συγκυρία για την οικονομία της ΕΕ. Για το λόγο αυτό, η Επιτροπή καλεί το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο να καταλήξουν σε συμφωνία σχετικά με τις νομοθετικές προτάσεις που υποβλήθηκαν σήμερα το συντομότερο δυνατό.