Στον βάλτο των παλιών βυρσοδεψείων, δίπλα στον Θερμαϊκό Κόλπο και ανάμεσα στην εκβολή του ρέματος του Δενδροποτάμου, τις εγκαταστάσεις του λιμανιού και το γήπεδο του Θερμαϊκού, εδώ και κάμποσο καιρό τα γεωτρύπανα σκάβουν βαθιά.

Στόχος, να εισχωρήσουν στο λασπωμένο χώμα και να προσεγγίσουν στα υπόγεια νερά, στο σημείο όπου κατέληγαν για χρόνια μεγάλες ποσότητες ενός επικίνδυνου τοξικού, χημικού κοκτέιλ. Ήταν ένα μείγμα από υλικά που χρησιμοποιούνταν στα εκεί βυρσοδεψεία ώστε τα υπό κατεργασία δέρματα να απαλλαγούν από τα απομεινάρια της σάρκας, να καθαριστούν και να προετοιμαστούν για τα γαντοποιία και τα πιλοποιία της Γαλλίας και της Αγγλίας, τις αγορές της Ευρώπης, της Αμερικής, της Μέσης Ανατολής και της Αιγύπτου.

Στην περιοχή αυτή, στη δυτική Θεσσαλονίκη, λειτουργούσαν βυρσοδεψεία από το τελευταίο τέταρτο του 19ου αιώνα ως το 2004, οπότε όσα απέμειναν μεταφέρθηκαν στη βιομηχανική περιοχή της Σίνδου. Δούλευαν συνήθως χωρίς προδιαγραφές για την προστασία του περιβάλλοντος, προκαλώντας έντονη δυσοσμία στην ατμοσφαίρα της περιοχής και μολύνοντας τον χώρο και τα υπόγεια νερά, με τα υγρά απόβλητά τους.

 Φτάνοντας βαθιά στο χώμα και τα υπόγεια ύδατα, ειδικά μηχανήματα εισάγουν, σε συγκεκριμένες ποσότητες, ειδικά αδρανή διαλύματα, ώστε με εξελιγμένες χημικές και βιολογικές μεθόδους επεξεργασίας, καινοτόμες για τον ελλαδικό χώρο, να αδρανοποιηθούν επιβλαβή υλικά που μέχρι σήμερα προκαλούσαν μόλυνση στο περιβάλλον.

«Οι τεχνικές αυτές έχουν στόχο να αδρανοποιούν τα επικίνδυνα απόβλητα», εξηγεί στο ΑΠΕ-ΜΠΕ ο Δρ. Στυλιανός Παπαδόπουλος, γενικός διευθυντής της πολυεθνικής Αυστριακής εταιρείας Intergeo, που υλοποιεί το έργο της Περιφέρειας Κεντρικής Μακεδονίας, για την εξυγίανση των υπόγειων υδάτων και την απορρύπανση του βάλτου των παλιών βυρσοδεψείων.

Ο ίδιος επισημαίνει ότι οι μέθοδοι που εφαρμόζονται στην περιοχή αναπτύχθηκαν στον ευρωπαϊκό χώρο και προέκυψαν από την ανάγκη επεξεργασίας επικίνδυνων αποβλήτων επί τόπου, χωρίς να απαιτείται η κοστοβόρος μεταφορά τους σε Χώρους Υγειονομικής Ταφής Επικίνδυνων Αποβλήτων. 

Σύμφωνα με τον κ. Παπαδόπουλο, «με τις τεχνικές In Situ (χωρίς καμία εκσκαφή ρυπασμένου εδάφους) και με τη “βοήθεια” είτε αναγωγικών, είτε οξειδωτικών, είτε σταθεροποιητικών μέσων, γίνονται χημικές αντιδράσεις μέσα στους ρυπαντές που βρίσκονται στο χώμα και τα υπόγεια νερά». Έτσι, όπως σχολιάζει, τα επικίνδυνα απόβλητα αδρανοποιούνται ή σταθεροποιούνται επί τόπου, με μεγάλα οφέλη για το περιβάλλον και τη φύση.

«Έχουμε υλοποιήσει εφαρμογές σε βιομηχανικές περιοχές, όπου είχαν βρεθεί θαμμένα επικίνδυνα απόβλητα. Ωστόσο, στην Ελλάδα, δυστυχώς δεν υπάρχει πολύ μεγάλο ενδιαφέρον για τέτοια έργα, καθώς δεν υπάρχει μεγάλη νομική πίεση, παρά το γεγονός ότι, με βάση τη βιομηχανική δραστηριότητα και τις πρακτικές διαχείρισης αποβλήτων των τελευταίων χρόνων, εκτιμάται ότι υπάρχουν ρυπασμένα εδάφη», αναφέρει χαρακτηριστικά.

Σε ό,τι αφορά την περιοχή των βυρσοδεψείων, από τις μετρήσεις που έχουν διενεργηθεί διαπιστώθηκε ότι στο υπέδαφος και τα υπόγεια ύδατα υπάρχουν υπολείμματα από τη διαδικασία της κατεργασίας των δερμάτων, και συγκεκριμένα ενώσεις του χρωμίου και χλωριωμένοι διαλύτες.

Παράλληλα, η ανάγκη για την εξυγίανση της περιοχής είχε αναδειχτεί μέσα από το έργο Terra Med, στο πλαίσιο διασυνοριακού προγράμματος Interreg, στο οποίο συμμετείχε η Περιφέρεια Κεντρικής Μακεδονίας.

«Έχουμε αδρανοποιήσει κυρίως χρώμιο και οργανικούς διαλύτες που είναι χλωριωμένοι», λέει ο κ. Παπαδόπουλος και γνωστοποιεί ότι μετά την ολοκλήρωση του έργου, τον Οκτώβριο του 2023, η κατάσταση του υπεδάφους και των υδάτων της περιοχής θα πληροί τα όρια της περιβαλλοντικής νομοθεσίας της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Ο σχεδιασμός της Περιφέρειας Κεντρικής Μακεδονίας, μετά την απορρύπανση, προβλέπει την αναβάθμισή της, ώστε να αποτελέσει τμήμα του ενιαίου παραλιακού μετώπου της Θεσσαλονίκης, μήκους περίπου σαράντα χιλιομέτρων από το Καλοχώρι ως το Αγγελοχώρι.

Ο περιφερειάρχης Απόστολος Τζιτζικώστας έχει χαρακτηρίσει το συνολικό σχέδιο για το παραλιακό μέτωπο ως το μεγαλύτερο πρότζεκτ δεκαετιών για τον τόπο, που θα αποτελέσει τη νέα ταυτότητα της πόλης με νέους χώρους ανοιχτούς και προσβάσιμους σε όλους τους πολίτες, με μια συνεχόμενη ζώνη αναψυχής και άξονα περιπάτου και με τη δυνατότητα απρόσκοπτης μετακίνησης με ποδήλατο.