Πηγή Εικόνας: ΑΠΕ-ΜΠΕ

Τα θετικά και τα αρνητικά της εγχώριας αγοράς ηλεκτρικής ενέργειας  περιλαμβάνονται στην ετήσια έκθεσή του ο Ευρωπαϊκός Οργανισμός ACER και το Συμβούλιο των Ρυθμιστικών Αρχών της Ευρώπης (CEER) που επεξεργάστηκε η κα Νεκταρία Καρακατσάνη μαθηματικός, με εξειδίκευση στα οικονομικά της ενέργειας και στέλεχος της Ρυθμιστικής Αρχής Ενέργειας

Στην Ελλάδα οι τιμές του ηλεκτρικού ρεύματος σημείωσαν πτώση κατά 5,2% το 2019 με τη μέση τιμή της ηλεκτρικής ενέργειας  να διαμορφώνεται στα 5,7 σέντς ανά kwh με αποτέλεσμα να αποσπάσει τη δεύτερη καλύτερη  βαθμολογία μεταξύ των χωρών της Ε.Ε για την ετήσια πτώση.

Ωστόσο σε επίπεδο δεκαετίας, σε σχέση δηλαδή με το 2009, τα τιμολόγια ρεύματος αυξήθηκαν σημαντικά  καταγράφοντας ποσοστιαία άνοδο κατά 43,9%.

Σε επίπεδο δεκαετίας, τα τιμολόγια ρεύματος ειδικά για τα νοικοκυριά αυξήθηκαν αισθητά, κατά 33% πανευρωπαϊκά, κατά μέσο όρο και σε ονομαστικούς όρους, συγκριτικά με το 2009.

Καταλυτικός παράγοντας αυτής της εξέλιξης ήταν η αύξηση των χρεώσεων πέραν του ανταγωνιστικού σκέλους, όπως η χρέωση για τις ΑΠΕ, η οποία αντιστοιχούσε στο 6% των λογαριασμών το 2012 και εκτινάχθηκε στο 14% το 2019. Με βάση την έρευνα  η αύξηση  των τιμολογίων ρεύματος  προήλθε από τις χρεώσεις  που περιλαμβάνονται σε έναν λογαριασμό.

Το ετήσιο κόστος ρεύματος, σε ένα τυπικό τιμολόγιο της δεσπόζουσας εταιρείας, διαμορφώθηκε στη χώρα μας στα 729 ευρώ για το έτος 2019. Από το ποσό αυτό, το 53% αντιστοιχεί σε κόστος ενέργειας, το 13% σε χρεώσεις δικτύων, το 8% σε χρέωση για τις ΑΠΕ, και το 26% σε λοιπές χρεώσεις, φόρους και ΦΠΑ.

Στις χώρες της Ε.Ε. Μόλις το 37% των λογαριασμών ρεύματος αντιστοιχεί, κατά μέσο όρο, στο ανταγωνιστικό σκέλος των τιμολογίων, δηλαδή τη συνιστώσα που διαφοροποιείται μεταξύ των παρόχων, αντανακλώντας το κόστος προμήθειας ενέργειας από τις αγορές χονδρεμπορικής.

Το υπόλοιπο 63% αφορά ρυθμιζόμενες χρεώσεις, λοιπά τέλη και φόρους. Ποσοστιαία, οι χρεώσεις δικτύων στην Ελλάδα εμφανίζουν την μικρότερη συμμετοχή στη διαμόρφωση των λογαριασμών ρεύματος, αλλά αυτό δεν είναι απαραίτητα θετικό. Αντιθέτως, υποδηλώνει υπο-επενδύσεις και υστέρηση σε έξυπνα δίκτυα, μετρητές και διασυνδέσεις. Άλλωστε, συνυφασμένες με τις καθυστερήσεις του παρελθόντος στην υλοποίηση διασυνδέσεων είναι και οι χρεώσεις ΥΚΩ, που αποτελούν σημαντική συνιστώσα του 26% των λογαριασμών, δηλαδή του τμήματος που αντανακλά λοιπές χρεώσεις και φόρους. 

Αναφορικά με τις διαθέσιμες επιλογές των καταναλωτών, ο αριθμός των ενεργών προμηθευτών το 2019 ήταν υψηλότερος στην Ισπανία (244)την Ιταλία (111) και την Νορβηγία (89), με τον μέσο όρο να διαμορφώνεται στους 41 παρόχους, και την Ελλάδα να εμφανίζει ένα από τους χαμηλότερους δείκτες. Ανάμεσα στα στοιχεία που προβληματίζουν είναι ανησυχητικό το φαινόμενο ότι η Ελλάδα το 2018 εμφανίζει τον δυσμενέστερο δείκτη αναφορικά με την ύπαρξη ληξιπρόθεσμων οφειλών σε λογαριασμούς κοινής ωφέλειας, με ποσοστό που υπερβαίνει το 35% των νοικοκυριών. Δηλαδή πάνω από ένας στους τρεις ή οι τρεις στους δέκα καταναλωτές δεν μπορούν  να  αποπληρώσουν το λογαριασμό του ρεύματος.