Εκτενή έρευνα σε ελληνικές επιχειρήσεις με στόχο τη χαρτογράφηση των στρατηγικών Εταιρικής Κοινωνικής Ευθύνης (ΕΚΕ) και του κοινωνικού αντικτύπου τους, πραγματοποίησε η Deloitte. Η έρευνα, που πραγματοποιήθηκε από τον Ιούλιο έως τον Οκτώβριο του 2025, εξέτασε τον βαθμό ωριμότητας, τις προτεραιότητες, τις τάσεις και τις προκλήσεις που διαμορφώνουν το τοπίο της κοινωνικής υπευθυνότητας στη χώρα. Παράλληλα, είχε στόχο να αναδείξει την πρόοδο της ενσωμάτωσης της ΕΚΕ στον πυρήνα της επιχειρησιακής στρατηγικής.

Η έρευνα αποτυπώνει με ακρίβεια τις τάσεις της σύγχρονης ελληνικής επιχειρηματικότητας. Το δείγμα της έρευνας συμπεριέλαβε επιχειρήσεις από όλους τους βασικούς κλάδους της ελληνικής οικονομίας (επαγγελματικές υπηρεσίες, χρηματοοικονομικά και ασφαλιστικά ιδρύματα, καταναλωτικά προϊόντα, τουρισμό, τεχνολογία, τηλεπικοινωνίες, ενέργεια, λιανικό εμπόριο και logistics), με το 56% των εταιρειών να απασχολεί πάνω από 250 εργαζομένους και σχεδόν οι μισές να έχουν κύκλο εργασιών άνω των 50 εκατ. ευρώ. Παράλληλα, η συμμετοχή αμιγώς ελληνικών επιχειρήσεων (58%) και θυγατρικών διεθνών ομίλων (42%) προσφέρει σφαιρική εικόνα των εγχώριων και πολυεθνικών προσεγγίσεων στην ΕΚΕ.

Σύμφωνα με τα ευρήματα της έρευνας, η κοινωνική υπευθυνότητα αποτελεί πυλώνα της επιχειρησιακής στρατηγικής στην Ελλάδα. Το 78% των επιχειρήσεων θεωρεί τον κοινωνικό αντίκτυπο βασική διοικητική προτεραιότητα, ενώ το 64% δηλώνει ότι διαθέτει πλήρως διαμορφωμένη και τεκμηριωμένη στρατηγική ΕΚΕ. Καθοριστικό ρόλο στη διαμόρφωση της στρατηγικής παίζουν το όραμα της ανώτατης διοίκησης και οι κοινωνικές προσδοκίες (61% αντίστοιχα), ενώ η ενίσχυση της εταιρικής εικόνας λειτουργεί ως συμπληρωματικός μοχλός (58%).

Σε οργανωτικό επίπεδο, το 39% των επιχειρήσεων διαθέτει εξειδικευμένη ομάδα, ενώ το 47% αναθέτει τα καθήκοντα σε ρόλους με ευρύτερες ευθύνες. Οι προϋπολογισμοί ΕΚΕ παρουσιάζουν σημαντική διαφοροποίηση, με 36% των επιχειρήσεων να επενδύει έως 50.000 ευρώ, 36% μεταξύ 50.001-200.000 ευρώ και 28% πάνω από 200.000 ευρώ σε ετήσια βάση. Αξίζει να σημειωθεί ότι οι περισσότερες εταιρείες (53%) αναμένουν κάποια αύξηση των κονδυλίων τα επόμενα έτη, γεγονός που αντανακλά την αναγνώριση της στρατηγικής σημασίας του τομέα.

Οι δράσεις ΕΚΕ των επιχειρήσεων εστιάζουν κυρίως στο περιβάλλον (75%) και στην εκπαίδευση (72%). Ακολουθούν η ανταπόκριση σε έκτακτες ανάγκες (50%), η συμπερίληψη και διαφορετικότητα (47%), οι δωρεές σε είδος (47%) και η στήριξη ευάλωτων πληθυσμών (36%). Οι επιχειρήσεις με υψηλότερους προϋπολογισμούς έχουν τη δυνατότητα να αναπτύξουν πολυδιάστατες πρωτοβουλίες, ενώ οι υπόλοιπες επικεντρώνονται σε πιο στοχευμένους πυλώνες.

Η συνεργασία αποτελεί κρίσιμη προϋπόθεση για ουσιαστικό κοινωνικό αντίκτυπο. Σχεδόν το 70% των επιχειρήσεων συνεργάζεται με ΜΚΟ και κοινωφελείς οργανισμούς, ενώ πάνω από το 50% συνεργάζεται με ακαδημαϊκά ιδρύματα. Παράλληλα, πανεπιστήμια και άλλες επιχειρήσεις αποτελούν συστηματικούς συνεργάτες, ενισχύοντας τη σύνδεση των δράσεων ΕΚΕ με τις πραγματικές κοινωνικές ανάγκες.

Σήμερα, οι περισσότερες εταιρείες (53%) βασίζονται σε συνεργασίες με ΜΚΟ για την αναγνώριση και ιεράρχηση κοινωνικών αναγκών, ενώ περίπου το 15% των επιχειρήσεων δεν διαθέτει κάποια δομημένη διαδικασία εντοπισμού των εν λόγω αναγκών, γεγονός που οδηγεί συχνά σε αποσπασματικές ή λιγότερο στοχευμένες δράσεις.

Παρά τη στρατηγική σημασία της ΕΚΕ, η μέτρηση του κοινωνικού αντικτύπου παραμένει περιορισμένη. Μόλις το 22% των επιχειρήσεων διαθέτει τυποποιημένες διαδικασίες παρακολούθησης, ενώ λιγότερο από το 30% εφαρμόζει διεθνώς αποδεκτές μεθοδολογίες όπως το Social Return onInvestment (SROI). Είναι χαρακτηριστικό ότι σχεδόν το 40%των εταιρειών δεν εφαρμόζει καμία δομημένη μεθοδολογία αποτίμησης.

Πάντως, οι επιχειρήσεις που θέτουν συγκεκριμένους και μετρήσιμους στόχους ΕΚΕ εμφανίζουν 50% περισσότερες πιθανότητες να δημοσιεύουν εκθέσεις επίδοσης και να επικοινωνούν συστηματικά τα αποτελέσματά τους.

Η σημαντικότερη πρόκληση που αναδεικνύεται πάντως από την έρευνα δεν σχετίζεται με έλλειψη πόρων, αλλά με την περιορισμένη εσωτερική γνώση. Ενδεικτικά, το 71% όσων αναγνώρισαν εμπόδια δεν τα αποδίδει σε οικονομικούς περιορισμούς, αλλά στην ανάγκη για βαθύτερη κατανόηση των στρατηγικών ωφελειών της ΕΚΕ και μετάβαση σε πιο ώριμες και μετρήσιμες πρακτικές.

Με αφορμή τη δημοσίευση της έρευνας, η Έρη Νίκα, Principal, Strategy & Transactions, Deloitte Ελλάδος, σημείωσε: «Η έρευνα δείχνει ότι η ΕΚΕ στην Ελλάδα έχει μετακινηθεί από αποσπασματικές πρωτοβουλίες σε πιο ώριμες στρατηγικές, με αυξανόμενη σύνδεση ανάμεσα στον κοινωνικό αντίκτυπο και την επιχειρησιακή αξία. Παράλληλα, η ανάγκη για μετρήσιμους δείκτες, τυποποιημένες μεθοδολογίες και ουσιαστικές συνεργασίες είναι πιο έντονη από ποτέ. Είναι ενθαρρυντικό ότι οι επιχειρήσεις αναζητούν πλέον περισσότερη καθοδήγηση – και αυτό αποτελεί ευκαιρία για να ενισχύσουμε συλλογικά την ποιότητα και τη βιωσιμότητα της κοινωνικής συνεισφοράς στην Ελλάδα».