Πηγή Εικόνας: ΑΠΕ-ΜΠΕ

Σε έμμεση προαναγγελία για μείωση των επιτοκίων τον Ιούνιο προχώρησε σήμερα η πρόεδρος της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας (ΕΚΤ) μετά την επί τα βελτίω αναθεώρηση των προβλέψεων για την πορεία του πληθωρισμού.

Η ΕΚΤ μετά τη συνεδρίαση του διοικητικού της συμβουλίου νωρίτερα, απεφάσισε να διατηρήσει αμετάβλητα τα επιτόκια, προχωρώντας όμως σε αναθεώρηση των προβλέψεων για την πορεία του πληθωρισμού, από τον οποίον κατά μείζονα λόγο εξαρτώνται οι αποφάσεις για τα επιτόκια.

Συγκεκριμένα σύμφωνα με τις αναθεωρημένες προβλέψεις ο πληθωρισμός εκτιμάται ότι θα υποχωρήσει φέτος στο 2,3% έναντι 2,7% που ήταν η προηγούμενη πρόβλεψη του Ιανουαρίου, και στο 2% (από 2,1%) το 2025, ενώ για το 2026 η εκτίμηση παραμένει αμετάβλητη στο 1,9%.

Όπως επισήμανε, λοιπόν, η Κριστίν Λαγκάρντ «έχει συντελεστεί καλή πρόοδος στην προσπάθεια μας να μειώσουμε τον πληθωρισμό στον στόχο του 2%, αν λάβουμε υπόψη ότι τον Δεκέμβριο έτρεχε με ρυθμό 2,9% και πλέον έχει υποχωρήσει στο 2,6%».

Ωστόσο, όπως είπε, προκειμένου να ληφθεί η απόφαση για τη μείωση των επιτοκίων απαιτούνται πρόσθετα στοιχεία και περαιτέρω αποδείξεις για την πορεία του πληθωρισμού. «Γνωρίζουμε ότι τα δεδομένα αυτά θα έρθουν τους επόμενους μήνες. Θα ξέρουμε λίγα περισσότερα τον Απρίλιο, αλλά θα ξέρουμε πολύ περισσότερα τον Ιούνιο» ανέφερε χαρακτηριστικά. Ωστόσο απέφυγε να προσδιορίσει τον ρυθμό και την ταχύτητα με την οποία θα προχωρήσει η ΕΚΤ στην αποκλιμάκωση των επιτοκίων, μετά το ξεκίνημα της.

Σημειώνεται ότι οι αγορές προεξοφλούν ότι μέχρι το τέλος του 2024 η ΕΚΤ θα έχει προχωρήσει αθροιστικά σε μείωση των επιτοκίων της κατά 1%.

Ωστόσο, όπως αναφέρεται στην ανακοίνωση της ΕΚΤ, αν και οι περισσότερες μετρήσεις τού υποκείμενου πληθωρισμού έχουν υποχωρήσει περαιτέρω, οι πιέσεις στις εγχώριες τιμές παραμένουν υψηλές, εν μέρει λόγω της ισχυρής αύξησης των μισθών. Οι συνθήκες χρηματοδότησης είναι περιοριστικές και οι προηγούμενες αυξήσεις των επιτοκίων συνεχίζουν να επιβαρύνουν τη ζήτηση, γεγονός που συμβάλλει στη μείωση του πληθωρισμού, αναφέρει η ΕΚΤ. Πάντως, όπως επισημαίνεται, ο πληθωρισμός αναμένεται να συνεχίσει αυτή την πτωτική τάση τους επόμενους μήνες, καθώς το κόστος εργασίας θα μετριάζεται και οι επιπτώσεις των προηγούμενων ενεργειακών σοκ, των προβλημάτων που είχαν προκληθεί στον εφοδιασμό και της επαναλειτουργίας της οικονομίας μετά την πανδημία θα εξασθενήσουν.

Στο μέτωπο της ανάπτυξης η ΕΚΤ κατέβασε τον πήχη για φέτος προβλέποντας αύξηση του ΑΕΠ κατά 0,6% (από 0,8%) διατηρώντας αμετάβλητη την πρόβλεψη για ανάπτυξη 1,5% το 2025 και στο 1,6% το 2026.

Όπως επισήμανε η επικεφαλής της ΕΚΤ, η οικονομία παραμένει αδύναμη. Οι καταναλωτές συνέχισαν να συγκρατούν τις δαπάνες τους, οι επενδύσεις μετριάστηκαν και οι επιχειρήσεις εξήγαγαν λιγότερο, ως αποτέλεσμα της επιβράδυνσης της εξωτερικής ζήτησης και κάποιων απωλειών στην ανταγωνιστικότητα. Ωστόσο, οι έρευνες δείχνουν σταδιακή ανάκαμψη κατά τη διάρκεια του τρέχοντος έτους. Καθώς ο πληθωρισμός μειώνεται και οι μισθοί συνεχίζουν να αυξάνονται, τα πραγματικά εισοδήματα θα ανακάμψουν, στηρίζοντας έτσι την ανάπτυξη. Επιπλέον, η ανασχετική επίδραση των προηγούμενων αυξήσεων των επιτοκίων θα εξασθενίσει σταδιακά και η ζήτηση για τις εξαγωγές της ζώνης του ευρώ θα ανακάμψει.

Αναφορικά με τις πιθανές επιπτώσεις στο τραπεζικό σύστημα από την μείωση των τιμών στα εμπορικά ακίνητα, ο αντιπρόεδρος της ΕΚΤ Λουίς ντε Γκίντος εμφανίστηκε αισιόδοξος καθώς όπως είπε οι τράπεζες στην ευρωζώνη δεν είναι τόσο εκτεθειμένες στην συγκεκριμένη αγορά.

Ο ίδιος παραδέχθηκε ότι τόσο οι συναλλαγές όσο και οι τιμές των εμπορικών ακινήτων έχουν υποχώρηση, ωστόσο όπως ανέφερε μόνο το 5% του ενεργητικού των τραπεζών της ευρωζώνης είναι επενδυμένο σε αυτά τα ακίνητα.

Τέλος, ερωτηθείσα η Κριστίν Λαγκάρντ για το κατά πόσο θα μπορούσαν να χρησιμοποιούν τα διαθέσιμα της Κεντρικής Τράπεζας της Ρωσίας στο εξωτερικό τα οποία έχουν παγώσει, προκειμένου να χρηματοδοτηθεί η Ουκρανία, είπε ότι το ζήτημα ζητείται τόσο σε επίπεδο Ευρωπαϊκής Επιτροπής όσο και G-7.

Είναι πολύπλοκο νομικό ζήτημα ανέφερε η επικεφαλής της ΕΚΤ προσθέτοντας ότι θα απαιτηθούν σημαντικοί πόροι για την ανοικοδόμηση της Ουκρανίας. Οι όροι με τους οποίους θα χρηματοδοτηθεί η χώρα θα πρέπει να συμφωνηθούν και θα πρέπει να είναι σύμφωνοι με τη διεθνή νομιμότητα και την νομισματική τάξη.