Η ελληνική κυβέρνηση βρίσκεται σε εντατικές εργασίες για τη δημιουργία ενός επιχειρηματικού περιβάλλοντος και ενός ρυθμιστικού πλαισίου, που θα ξεκλειδώσει την προστιθέμενη αξία της εγχώριας βιομηχανίας ανάπτυξης κρίσιμων ορυκτών υλών. Αυτό ανέφερε η υφυπουργός Περιβάλλοντος και Ενέργειας, Αλεξάνδρα Σδούκου, σε παρέμβασή της στη Διάσκεψη Υψηλού Επιπέδου του Διεθνούς Οργανισμού Ενέργειας (ΔΟΕ) για τις Κρίσιμες Ορυκτές Πρώτες Ύλες και στη Διάσκεψη της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας (ΕΚΤ), της Ευρωπαϊκής Τράπεζας Επενδύσεων (ΕΤΕπ) και του ΔΟΕ για τη διασφάλιση της ενεργειακής μετάβασης, που πραγματοποιήθηκαν στις 28 και 29 Σεπτεμβρίου, στο Παρίσι.

Όπως τόνισε στη δήλωσή της, «το υπουργείο Περιβάλλοντος και Ενέργειας προετοιμάζει μία στοχευμένη μεταρρύθμιση, που περιλαμβάνει την αναγνώριση περιοχών με κρίσιμες πρώτες ύλες, τη μείωση του χρόνου αδειοδότησης και της γραφειοκρατίας, τη συμπερίληψη των ωφελειών των τοπικών κοινωνιών, με ταυτόχρονη τήρηση των ευρωπαϊκών προδιαγραφών προστασίας του περιβάλλοντος. Πάνω από όλα, διαβουλευτήκαμε με τα ενδιαφερόμενα μέρη που συμφωνούν, πως η αβεβαιότητα του ρυθμιστικού περιβάλλοντος και η έλλειψη επαρκούς χρηματοδότησης αποτελούν το μεγαλύτερο εμπόδιο και γι’ αυτόν τον λόγο έχει νόημα να δημιουργήσουμε μία ενιαία βάση δεδομένων, αδειοδοτήσεων και συγχρηματοδότησης από ευρωπαϊκά προγράμματα για τους επενδυτές».

Στο πλαίσιο της συνόδου, σύμφωνα με το ΥΠΕΝ, υπήρξε ομόφωνη αναγνώριση της ανάγκης διαφοροποίησης των πηγών εφοδιασμού κρίσιμων ορυκτών υλών για την πράσινη μετάβαση. Οι συζητήσεις οδήγησαν σε προσδιορισμό συγκεκριμένων δράσεων σε εθνικό και διεθνές επίπεδο που μπορούν να ενθαρρύνουν και να επιταχύνουν αυτήν τη διαφοροποίηση. Η ενίσχυση των προσπαθειών για διεθνή συνεργασία μεταξύ των κυβερνήσεων, των συμμετεχόντων στην αγορά, της κοινωνίας των πολιτών και των διεθνών οργανισμών είναι ζωτικής σημασίας για την αντιμετώπιση των προκλήσεων χωρίς αποκλεισμούς. Σε κάθε περίπτωση, το πρόβλημα εντοπίζεται στο γεγονός ότι η θέσπιση στόχων προχωρά πιο γρήγορα από την εξόρυξη των απαραίτητων πρώτων υλών. Και αυτό πρέπει να αντιμετωπιστεί άμεσα με ταχύτερη αδειοδότηση έργων, αυξημένη χρηματοδότηση και προβλεψιμότητα, με ένα σταθερό ρυθμιστικό πλαίσιο.

Οι συμμετέχοντες από την πλευρά της βιομηχανίας συμπέραναν ότι ενόψει σοβαρών διαταραχών στις παγκόσμιες ενεργειακές αγορές, η Ευρώπη πρέπει να αυξήσει τη χρηματοδότηση για να υποστηρίξει μια ομαλή μετάβαση και να τοποθετηθεί μεταξύ άλλων βιομηχανιών στη νέα ενεργειακή οικονομία.

Στις εν λόγω διασκέψεις συμμετείχαν εκπρόσωποι κυβερνήσεων, χρηματοδοτικών οργανισμών, πανεπιστημιακών ιδρυμάτων, της Ευρωπαϊκής Επιτροπής και της βιομηχανίας, μεταξύ των οποίων, ως ενδεικτικό του υψηλού επιπέδου των Διασκέψεων, η πρόεδρος της ΕΚΤ, κυρία Christine Lagarde, ο τέως Πρωθυπουργός της Ιταλίας και πρόεδρος της ΕΚΤ, κ. Mario Draghi, ο πρόεδρος της ΕΤΕπ, κ. Werner Hoyer, ο Επίτροπος για την Εσωτερική Αγορά, κ. Tierry Breton και η Επίτροπος Ενέργειας, κυρία Kadri Simson.

Η υφυπουργός πραγματοποίησε, επίσης, σειρά διμερών συναντήσεων με κράτη-μέλη του ΔΟΕ, ενώ είχε επαφές με τον Dr F. Birol και με την Ms Ch. Lagarde, με στόχο τη σύναψη στρατηγικών συμμαχιών για τη χώρα, αναφορικά με την ενεργειακή ασφάλεια και την ανάπτυξη μηχανισμών σταθερότητας στην Ευρωπαϊκή Ένωση.