Η αισιοδοξία που είχε καταγραφεί στο εμπόριο το προηγούμενο εξάμηνο έχει μετατραπεί, με αφορμή και τον τζίρο των εκπτώσεων, σε ανησυχία και προβληματισμό για το μέλλον με τις προσδοκίες να είναι μοιρασμένες μεταξύ αισιοδοξίας, διατήρησης στα ίδια επίπεδα και σε χειρότερα επίπεδα χωρίς να υπάρχει κυρίαρχη τάση.

Αυτά προκύπτουν από την έρευνα του Εμπορικού Συλλόγου Αθηνών για την θερινή εκπτωτική περίοδο.

Σύμφωνα με τα ευρήματα της έρευνας χειρότερος, σε σχέση με πέρυσι, ήταν ο τζίρος των θερινών εκπτώσεων για σχεδόν έναν στους δύο εμπόρους, ένας στους τρεις ότι είχε ίδιο τζίρο με πέρυσι και ένας στους πέντε (18,3%) δήλωσε ότι είχε αύξηση τζίρου.

Ο δείκτης αισιοδοξίας, από το 61% που είχε διαμορφωθεί μετά το πέρας των χειμερινών εκπτώσεων έχει μειωθεί σήμερα στο 26%.

Επίσης, ένας στους δυο δήλωσε ότι ο τουρισμός είχε μηδενική συμβολή στον τζίρο αλλά περισσότερα από ένα στα τρία καταστήματα οφείλουν το 25% του τζίρου τους στους τουρίστες ενώ σχετικά με το κόστος που επηρεάζει το τζίρο η χρηματοδότηση είναι στην πρώτη θέση και ακολουθούν η ενέργεια, οι μεταφορές και τα ενοίκια.

Ακόμη σημειώνεται ότι οι 7 στους 10 έχουν ηλεκτρονικό κατάστημα αλλά οι 6 στους 10 κάνουν τζίρο 10%.

Δήλωση

Η έρευνα πραγματοποιείται υπό την αιγίδα του Οικονομικού Πανεπιστημίου Αθηνών και με αφορμή τα αποτελέσματα της έρευνας ο πρόεδρος του Εμπορικού Συλλόγου Αθηνών Σταύρος Καφούνης δήλωσε:

«Η πραγματική οικονομία -όπως εκφράζεται μέσα από τον ισχυρότερο κλάδο της ελληνικής οικονομίας- δείχνει ότι παρότι τα δύσκολα έχουν μείνει οριστικά πίσω, εντούτοις υπάρχουν αρκετά ακόμη που οφείλουμε να κάνουμε.

Τα αποτελέσματα της εξαμηνιαίας μας έρευνας, που λόγω της εγκυρότητάς της και του τεράστιου δείγματος έχει αποκτήσει πλέον πολύ μεγάλη βαρύτητα, θέτουν τις βάσεις για ένα γόνιμο διάλογο, στηριγμένο σε στοιχεία τα οποία δεν επιδέχονται καμία αμφισβήτηση.

Απρόβλεπτοι παράγοντες που τελικά καραδοκούν, όπως ο παρατεταμένος καύσωνας του Ιουλίου, σε συνδυασμό με το περιορισμένο διαθέσιμο εισόδημα των Ελλήνων αλλά και των ξένων καταναλωτών οδήγησαν τις πωλήσεις μικρών, μεσαίων και μεγάλων εμπορικών σημείων σε πτώση για σχεδόν έναν στους δύο εμπόρους.

Η πτώση αυτή, σε συνδυασμό με την αύξηση των λειτουργικών εξόδων όλων των επιχειρήσεων αυξάνει τον προβληματισμό για το μέλλον. Εκφράζεται, δε, στον δείκτη αισιοδοξίας ο οποίος από το 61% που είχε διαμορφωθεί μετά το πέρας των χειμερινών εκπτώσεων έχει μειωθεί σήμερα στο 26%.

Για αυτό και τώρα είναι η στιγμή για δράση, με ισχυρές παρεμβάσεις: στήριξη των εισοδημάτων, ειδικά των ευάλωτων συμπολιτών μας, λελογισμένες αυξήσεις οι οποίες θα τονώσουν το διαθέσιμο εισόδημα με ταυτόχρονη περαιτέρω μείωση φορολογικών και ασφαλιστικών βαρών που θα βελτιώσουν την ανταγωνιστικότητα της οικονομίας, είναι κινήσεις που πρέπει να γίνουν άμεσα.

Στην ερώτηση, όμως, για το ποιος είναι ο σημαντικότερος παράγοντας που επιβαρύνει το κόστος λειτουργίας των επιχειρήσεων, πρώτος -με ποσοστό 40%- έρχεται ο τραπεζικός τομέας.

Οι τράπεζες, όχι απλώς δεν χρηματοδοτούν, αλλά και όπου αυτό συμβαίνει επιβαρύνει αλόγιστα τους πελάτες, ενισχύοντας έτσι την ασφυξία προς τις επιχειρήσεις.

Επιτέλους, τώρα είναι η στιγμή για να δημιουργήσουμε ίσως το «Καλάθι των Τραπεζών» κατά το παράδειγμα των άλλων καλαθιών, μήπως μπει τελικά ένα φρένο στα υπέρογκα κόστη που βαραίνουν την πραγματική οικονομία και δοθεί μια ανάσα η οποία θα επιτρέψει στην υγιή επιχειρηματικότητα να αναπτυχθεί ισχυρά.

Εμείς θα λάβουμε αμέσως πρωτοβουλίες προς αυτή την κατεύθυνση διότι δεν επιτρέπετε συνθήκες αθέμιτου ανταγωνισμού, άλλοτε από τα Super Markets και άλλοτε από τις Τράπεζες, να αφαιρούν πολύτιμο οξυγόνο σε μία περίοδο που είναι εφικτό να απογειωθεί η ιδιωτική πρωτοβουλία προς όφελος της οικονομίας και της κοινωνίας».