Ετήσιο ρυθμό αύξησης 32,9% κατέγραψαν οι καθαρές ξένες άμεσες επενδύσεις στην Ελλάδα για την αγορά ακινήτων το πρώτο τρίμηνο του 2023. Διαμορφώθηκαν σε 0,5 δισ. ευρώ, συνεχίζοντας τη δυναμική πορεία του προηγούμενου έτους, κατά οποίο σημείωσαν μέση ετήσια αύξηση 68% (2 δισ. ευρώ).

 

Τα παραπάνω είναι στοιχεία που περιλαμβάνονται στην «Έκθεση της Τράπεζας της Ελλάδος για τη Νομισματική Πολιτική 2022-2023» η οποία καταλήγει στο εξής συμπέρασμα: «η ελληνική αγορά ακινήτων, παρουσιάζοντας σημαντικές ιδιαιτερότητες σε σχέση με τις υπόλοιπες αγορές ακινήτων της Ευρώπης, εκτιμάται ότι θα συνεχίσει να διατηρεί την ελκυστικότητα της, ειδικά για το υψηλών προδιαγραφών απόθεμά της».

 

Ειδικότερα όπως επισημαίνεται στην εν λόγω Έκθεση τους πρώτους μήνες του 2023 η ελληνική αγορά ακινήτων και ειδικά το υψηλών προδιαγραφών τμήμα της, συνέχισε να αναπτύσσεται.

 

Παρά τις αβεβαιότητες που αναδύθηκαν από τις αρχές του 2022, με τον πόλεμο στην Ουκρανία, τις αυξήσεις των επιτοκίων και τις επιβαρύνσεις στο κόστος ενέργειας και υλικών, διατηρήθηκαν οι υψηλοί ρυθμοί αύξησης των τιμών, ως αποτέλεσμα της έντονης ζήτησης και της περιορισμένης προσφοράς χώρων με σύγχρονα τεχνικά χαρακτηριστικά.

 

Οι πληθωριστικές πιέσεις, όπως και η εκ νέου επιβράδυνση του ρυθμού αύξησης της οικοδομικής δραστηριότητας, η οποία εδώ και μια δεκαετία και πλέον επηρεάζεται από διαδοχικές κρίσεις, συνετέλεσαν στην περαιτέρω αύξηση των τιμών, με τους επενδυτές να συνεχίζουν να πλειοδοτούν επί του περιορισμένου αποθέματος.

 

Η χαμηλή προσφορά σύγχρονων ακινήτων οδηγεί σταδιακά στη διάχυση των αυξήσεων των τιμών προς ακίνητα χαμηλότερων τεχνικών προδιαγραφών. Παράλληλα, οι αποδόσεις διατηρούνται σε επίπεδα χαμηλά για την αγορά, αλλά επενδυτικά ελκυστικά, με αποτέλεσμα να παραμένει ενεργή η επενδυτική δραστηριότητα τόσο από το εξωτερικό όσο και από το εσωτερικό της χώρας

 

Η αυξανόμενη ζήτηση για ακίνητα σύγχρονων προδιαγραφών εκτιμάται ότι τελικά θα συντελέσει και στην αναβάθμιση του υφιστάμενου αποθέματος, το οποίο, αν δεν προσαρμοστεί στις νέες απαιτήσεις, θα απαξιωθεί περαιτέρω.

 

Ωστόσο, σύμφωνα πάντα με την έκθεση της Τράπεζας της η αγορά ακινήτων θα συνεχίσει να βρίσκεται υπό την πίεση του αυξημένου πληθωρισμού και των επιτοκίων, της περιορισμένης χρηματοδότησης, του υψηλού κόστους ενέργειας και υλικών και της ευρύτερης γεωπολιτικής αβεβαιότητας.

 

Οι συνθήκες αυτές, σε συνδυασμό με την καθοδική διόρθωση των αξιών που ήδη συντελείται διεθνώς, εκτιμάται ότι θα στρέψουν το επενδυτικό ενδιαφέρον προς βιώσιμες επενδύσεις και προς ακίνητα με χαμηλότερο κόστος λειτουργίας, μεγαλύτερη ευελιξία και επίπεδα ποιότητας που θα διασφαλίζουν την αποκόμιση εισοδήματος και υπεραξιών για μεγάλο χρονικό ορίζοντα.