Σε Ρυθμιστική Αρχή Αποβλήτων, Ενέργειας και Υδάτων (ΡΑΑΕΥ) μετονομάζεται η Ρυθμιστική Αρχή Ενέργειας, ενώ η εποπτεία των ΕΥΔΑΠ και ΕΥΔΑΠ Παγίων μεταφέρεται από το υπουργείο Υποδομών στο υπουργείο Περιβάλλοντος και Ενέργειας (ΥΠΕΝ).

Η ΡΑΑΕΥ εξετάζει τις καταγγελίες των καταναλωτών κατά των παρόχων που άπτονται του τομέα της και εποπτεύει την εφαρμογή των μέτρων προστασίας τους.

Τα παραπάνω προβλέπονται σε νομοσχέδιο που έχει θέσει σε δημόσια διαβούλευση το ΥΠΕΝ έως τις 27 Φεβρουαρίου με τίτλο «Μετονομασία της Ρυθμιστικής Αρχής Ενέργειας σε Ρυθμιστική Αρχή Αποβλήτων, Ενέργειας και Υδάτων, διεύρυνση του αντικειμένου της με αρμοδιότητες επί των υπηρεσιών ύδατος και της διαχείρισης αστικών αποβλήτων και ενίσχυση της υδατικής πολιτικής».

Σύμφωνα με όσα αναφέρονται στο κείμενο της διαβούλευσης το προτεινόμενο νομοσχέδιο αποσκοπεί στην κάλυψη ενός ουσιώδους κενού στην υφιστάμενη νομοθεσία, καθώς για πρώτη φορά ρυθμίζονται κατά τρόπο συνεκτικό το πεδίο και ο φορέας της ρυθμιστικής και ελεγκτικής εποπτείας των φορέων παροχής υπηρεσιών ύδατος (ύδρευσης και αποχέτευσης), καθώς και της επεξεργασίας αστικών αποβλήτων. Έτσι, ανατίθενται στη σημερινή Ρυθμιστική Αρχή Ενέργειας (ΡΑΕ) οι αρμοδιότητες εποπτείας και ελέγχου, τόσο των παρόχων υπηρεσιών ύδατος (ύδρευσης και αποχέτευσης), όσο και των φορέων διαχείρισης αστικών αποβλήτων.

Επίσης εξορθολογίζονται και επικαιροποιούνται οι αρμοδιότητες των φορέων υδατικής διαχείρισης και πολιτικής, τροποποιούνται μεμονωμένες ρυθμίσεις που είναι αναγκαίες για την ορθολογική διαχείριση των υδάτων και θεσπίζεται εθνική στρατηγική για τα ύδατα.

Ακόμη, ενισχύονται η διαφάνεια και ορθολογικότητα της υδατικής πολιτικής, ενώ αναβαθμίζεται και η θέση των καταναλωτών, μέσω της θέσπισης λογοδοσίας των φορέων παροχής υπηρεσιών ύδατος και διαχείρισης αποβλήτων, καθώς και μέσω του ελέγχου των αναπτυξιακών-επενδυτικών και τιμολογιακών πολιτικών.

Η επιλογή της επέκτασης των αρμοδιοτήτων της Ρ.Α.Ε. στους τομείς των υπηρεσιών ύδατος και διαχείρισης αστικών αποβλήτων γίνεται γιατί έτσι αξιοποιείται η διοικητική και υποστηρικτική δομή μιας υφιστάμενης ανεξάρτητης αρχής, η οποία επιπλέον έχει εμπειρία στην άσκηση ρυθμιστικών και ελεγκτικών αρμοδιοτήτων και μάλιστα σε φυσικά μονοπώλια, όπως είναι τα δίκτυα ηλεκτρικού ρεύματος και φυσικού αερίου, κατ’ αντιστοιχία, ιδίως, με τα δίκτυα ύδρευσης και αποχέτευσης. Η αξιοποίηση υφιστάμενων δομών είναι κρίσιμη δεδομένου ότι η νέα Αρχή πρέπει να καταστεί πλήρως λειτουργικής εντός εξαμήνου από τη σύστασή της, σύμφωνα με σχετικό ορόσημο του Ταμείου Ανάκαμψης.

Ο σκοπός του νόμου

Σκοπός του παρόντος νόμου είναι η ενσωμάτωση στην ελληνική νομοθεσία της Οδηγίας (ΕΕ) 2019/944 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 5ης Ιουνίου 2019 «σχετικά με τους κοινούς κανόνες για την εσωτερική αγορά ηλεκτρικής ενέργειας και την τροποποίηση της Οδηγίας 2012/27/ΕΕ» (ΕΕ L 158 της 14.06.2019) και της Οδηγίας 2009/73/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 13ης Ιουλίου 2009 «Σχετικά με τους κοινούς κανόνες για την εσωτερική αγορά Φυσικού Αερίου και την κατάργηση της Οδηγίας 2003/55/ΕΚ» (ΕΕ L 211 της 14.8.2009).

 

Σύνθεση της Ρυθμιστικής Αρχής Αποβλήτων, Ενέργειας και Υδάτων

Η ΡΑΑΕΥ απαρτίζεται από 13 μέλη, συμπεριλαμβανομένων του Προέδρου και τριών Αντιπροέδρων, τα οποία διακρίνονται για την επιστημονική τους κατάρτιση, την επαγγελματική τους ικανότητα και εξειδικευμένη εμπειρία σε θέματα αρμοδιότητας της ΡΑΑΕΥ και διαθέτουν τα κατάλληλα εχέγγυα ανεξαρτησίας και αμεροληψίας.

Προτείνονται από κοινού από τους υπουργούς Περιβάλλοντος και Ενέργειας και Εσωτερικών ύστερα από προκήρυξη. Η πρόταση υποβάλλεται στην Επιτροπή Θεσμών και Διαφάνειας της Βουλής των Ελλήνων, η οποία γνωμοδοτεί επ’ αυτής, σύμφωνα με τα ειδικότερα οριζόμενα στον Κανονισμό της Βουλής. H γνωμοδότηση αυτή αναρτάται στην επίσημη ιστοσελίδα της   Σε περίπτωση θετικής γνωμοδότησης της Επιτροπής, τα μέλη που έχουν προταθεί από τους Υπουργούς Περιβάλλοντος και Ενέργειας και Εσωτερικών διορίζονται με Πράξη του Υπουργικού Συμβουλίου.

Η θητεία των μελών της ΡΑΑΕΥ είναι πενταετής και κανένα μέλος δεν μπορεί να υπηρετήσει για περισσότερες από 2 θητείες.

Στο εν λόγω σχέδιο νόμου υπάρχουν και τροποποιήσεις άλλων νόμων, όπως για το άρθρο 12 του ν. 3199/2003 (Α’ 280), περί ανάκτησης κόστους των υπηρεσιών ύδατος.

Στη νέα διάταξη προβλέπεται ότι «για τον καθορισμό των γενικών κανόνων κοστολόγησης και τιμολόγησης υπηρεσιών ύδατος, λαμβάνονται υπόψη η αρχή της ανάκτησης του κόστους, συμπεριλαμβανομένου του περιβαλλοντικού και σε επίπεδο φυσικών πόρων, καθώς και η οικονομική ανάλυση που διεξάγεται σύμφωνα με την παρ. 3 και την αρχή «ο ρυπαίνων πληρώνει». Οι πολιτικές τιμολόγησης των υπηρεσιών ύδατος:

α) παρέχουν κατάλληλα κίνητρα στους χρήστες για να χρησιμοποιούν αποτελεσματικά τους υδάτινους πόρους και, κατά συνέπεια, να συμβάλλουν στην επίτευξη των περιβαλλοντικών στόχων του παρόντος,

β) εξασφαλίζουν την κατάλληλη συμβολή των διαφόρων χρήσεων ύδατος, διακρινόμενων, ιδίως σε βιομηχανία, νοικοκυριά και γεωργία, στην ανάκτηση του κόστους των υπηρεσιών ύδατος, βάσει της οικονομικής ανάλυσης που διενεργείται σύμφωνα με το π.δ. 51/2007 (Α΄ 54), λαμβάνοντας υπόψη την αρχή «ο ρυπαίνων πληρώνει».

Η τιμολογιακή πολιτική μπορεί να συνεκτιμά τα κοινωνικά, περιβαλλοντικά και οικονομικά αποτελέσματα της ανάκτησης, καθώς και τις γεωγραφικές και κλιματολογικές συνθήκες της οικείας περιοχής.

Η επίπτωση της τιμολόγησης των υπηρεσιών ύδατος στην περιβαλλοντική κατάσταση των υδάτων εκτιμάται με βάση το κόστος της απόκλισης της κατάστασης των υδάτων από την καλή κατάσταση, η οποία απαιτείται για τη βιώσιμη χρήση του υδατικού πόρου, σύμφωνα με τους περιβαλλοντικούς στόχους του άρθρου 4 του π.δ. 51/2007.

Κυρώσεις

Με απόφαση της Ρυθμιστικής Αρχής Αποβλήτων, Ενέργειας και Υδάτων η οποία εκδίδεται μετά από σύσταση στους παρόχους, δύναται να επιβληθούν πρόστιμα για παραβάσεις, σχετικά με την κοστολόγηση και τιμολόγηση των υπηρεσιών ύδατος. Το ανώτατο ύψος των προστίμων δεν υπερβαίνει τα 10 εκατ. ευρώ και το 6% των συνολικών ετήσιων εσόδων του προηγούμενου έτους, που προέρχονται από τις παρεχόμενες υπηρεσίες ύδατος.

Επίσης με απόφαση της ΡΑΑΕΥ, η οποία εκδίδεται μετά από ακρόαση των ενδιαφερομένων, επιβάλλονται πρόστιμα στους Φορείς Διαχείρισης Στερεών Αποβλήτων (ΦΟ.Σ.Δ.Α.) και τους Οργανισμούς Τοπικής Αυτοδιοίκησης Α’ βαθμού, αν διαπιστωθεί παράβαση στη διαχείριση αστικών αποβλήτων. Το ανώτατο ύψος των προστίμων δεν μπορεί να υπερβαίνει 10 εκατ. ευρώ και το 6% των συνολικών ετήσιων εσόδων του προηγούμενου έτους, που προέρχονται από τις παρεχόμενες υπηρεσίες διαχείρισης αστικών αποβλήτων.