H αναβάθμιση της πιστοληπτικής ικανότητας της χώρας στην επενδυτική βαθμίδα το 2023 είναι απολύτως εφικτή αλλά δεν θα έρθει αυτόματα, επισημαίνει ο διοικητής της Τράπεζας της Ελλάδος Γιάννης Στουρνάρας.

Ο κ. Στουρνάρας μιλώντας σε συνέντευξη στην “Καθημερινή” επεσήμανε ότι σύμφωνα με τις αναλύσεις της Τράπεζας της Ελλάδος αλλά και με βάση τα υποδείγματα των οίκων αξιολόγησης, η μεγέθυνση του ΑΕΠ (κατά 8,4% το 2021 και πάνω από 6% το 2022, για το 2023 η ΤτΕ προβλέπει επιβράδυνση του ρυθμού ανάπτυξης όχι όμως ύφεση) και η μείωση του χρέους στο 159% του ΑΕΠ εφέτος, δικαιολογούν την αναβάθμιση της ελληνικής οικονομίας κατά μία βαθμίδα εντός του 2023.

Επιπροσθέτως με βάση τις εκθέσεις των οίκων, η επιστροφή σε πρωτογενή πλεονάσματα το 2023, όπως είναι ο στόχος στο προσχέδιο του Προϋπολογισμού, θεωρείται πολύ σημαντική, καθώς θα εκληφθεί ως απόδειξη συνέπειας στην άσκηση συνετής οικονομικής πολιτικής. «Συνολικά, εφόσον συνεχιστεί η συνετή οικονομική πολιτική το 2023, η αναβάθμιση στην επενδυτική κατηγορία είναι απολύτως εφικτή, παρά τις αυξανόμενες αβεβαιότητες του διεθνούς περιβάλλοντος», ανέφερε χαρακτηριστικά.

Σε κάθε περίπτωση, όμως, ανάφερε ότι οι αβεβαιότητες που προκαλεί ο υψηλός πληθωρισμός και η επιδείνωση της οικονομικής δραστηριότητας στην παγκόσμια οικονομία λαμβάνονται υπόψη από τους οίκους πιστοληπτικής αξιολόγησης. Λόγω των αβεβαιοτήτων αυτών παρατηρείται επιδείνωση των χρηματοπιστωτικών συνθηκών διεθνώς, με συνέπεια, μεταξύ άλλων, να αναμένονται διεθνώς περισσότερες υποβαθμίσεις από ό,τι αναβαθμίσεις για το 2023.

Για το πρόβλημα των κόκκινων δανείων ο κ. Στουρνάρας προέβλεψε ότι εξαιτίας της ανόδου των επιτοκίων και της επιβράδυνσης του ρυθμού οικονομικής ανάπτυξης, αναμένεται να ασκηθούν «πιέσεις» στην οικονομική κατάσταση ευάλωτων επιχειρήσεων και νοικοκυριών, ιδίως αυτών που ήταν σε τροχιά ανάκαμψης από την πανδημία και αυτών με δάνεια κυμαινόμενου επιτοκίου. Υπό το πρίσμα αυτό, σύμφωνα με τον ίδιο, είναι «εξαιρετικά πιθανή βραχυπρόθεσμα η δημιουργία νέων κόκκινων δανείων, χωρίς όμως αυτά να μπορούν να ποσοτικοποιηθούν με ακρίβεια αυτή τη στιγμή».

Σύμφωνα με το βασικό σενάριο της η ΤτΕ θεωρεί ότι η όποια επίπτωση θα είναι διαχειρίσιμη, υπό την προϋπόθεση ότι οι τράπεζες θα επεξεργασθούν και θα εφαρμόσουν βιώσιμες λύσεις που θα προσφέρουν διέξοδο σε ευάλωτους δανειολήπτες. Φυσικά, οι λύσεις αυτές πρέπει να ικανοποιούν ειδικότερους εποπτικούς όρους.

Ερωτηθείς για το ενδεχόμενο καταβολής μερίσματος από τις Τράπεζες το 2023, ο διοικητής της ΤτΕ συνέστησε σύνεση στη διανομή μερίσματος. Όπως εξήγησε, σήμερα οι ελληνικές τράπεζες διαθέτουν σαφώς πιο βελτιωμένους δείκτες κεφαλαιακής επάρκειας σε σχέση με το παρελθόν. Εντούτοις, όπως υπογράμμισε, συγκρίνοντας με τα αντίστοιχα επίπεδα των ευρωπαϊκών τραπεζών αλλά και συνυπολογίζοντας τις προκλήσεις και την αβεβαιότητα για τις εξελίξεις σε βραχυπρόθεσμο επίπεδο, η ΤτΕ θεωρεί ότι χρειάζεται υλοποίηση πρόσθετων ενεργειών ενίσχυσης των κεφαλαίων (τις οποίες ήδη δρομολογούν οι τράπεζες).

Για το πρόβλημα των χαμηλών επιτοκίων που προσφέρουν οι τράπεζες στις καταθέσεις ο κ. Στουρνάρας προέβλεψε ότι θα υπάρξει κάποια αναπροσαρμογή των επιτοκίων καταθέσεων το προσεχές χρονικό διάστημα, αναλόγως φυσικά των συνθηκών αγοράς. Όσον αφορά τις χρεώσεις στις ηλεκτρονικές πληρωμές, υποστήριξε ότι αποτελούν, όπως και το κόστος καταθέσεων, αντικείμενο της εμπορικής πολιτικής της κάθε τράπεζας. Εκτίμησε δε ότι ο αυξανόμενος ανταγωνισμός στο κομμάτι αυτό θα οδηγήσει σε προσαρμογή των σχετικών προμηθειών.