Πηγή Εικόνας: ΑΠΕ-ΜΠΕ

Χρονιά – ρεκόρ για τα Ελληνικά Πετρέλαια προέβλεψε ο διευθύνων σύμβουλος του ομίλου Ανδρέας Σιάμισιης παρουσιάζοντας στους αναλυτές τα αποτελέσματα του δεύτερου τριμήνου του 2022 το οποίο όπως είπε ήταν ίσως το καλύτερο τρίμηνο στην ιστορία του.

Όπως είπε και τα επόμενα τρίμηνα θα είναι θετικά – αν και όχι στο επίπεδο του δεύτερου τριμήνου – ενώ τόνισε ότι η αυξημένη κερδοφορία θα αξιοποιηθεί αφενός για επιτάχυνση των επενδύσεων στην πράσινη ενέργεια και αφετέρου στους μετόχους με βελτιωμένο μέρισμα.

Οι στόχοι που έχουν τεθεί για τις ΑΠΕ (ισχύς 1 γιγαβάτ το 2025-2026 και 2 γιγαβάτ το 2030, από 340 μεγαβάτ σήμερα) θα επιτευχθούν νωρίτερα με ανάπτυξη νέων μονάδων από τον όμιλο και εξαγορές τόσο στην Ελλάδα όσο και στο εξωτερικό, αλλά και με επενδύσεις στα υπεράκτια αιολικά.

Στην ανάπτυξη των ΑΠΕ θα διοχετευθούν κατά 50 % και τα έσοδα από την πώληση της συμμετοχής στην ΔΕΠΑ Υποδομών, η οποία όπως είπε ο κ. Σιάμισιης θα κλείσει σε λίγες ημέρες καθώς εκπληρώθηκαν όλες οι τυπικές προϋποθέσεις (το υπόλοιπο 50% θα διατεθεί ως έκτακτο μέρισμα).

Ο διευθύνων σύμβουλος του ομίλου ανήγγειλε επίσης ότι στα τέλη Σεπτεμβρίου θα συγκληθεί έκτακτη γενική συνέλευση για να εγκρίνει την νέα εταιρική ταυτότητα του ομίλου που εντάσσεται στο πλάνο μετασχηματισμού που υλοποιείται με ορίζοντα ολοκλήρωσης το 2025. “Έχουμε προχωρήσει όλους τους τομείς του μετασχηματισμού και βλέπουμε ήδη ωφέλη από τις αλλαγές που αποφασίσαμε να κάνουμε, γεγονός που δείχνει ότι είμαστε στο σωστό δρόμο”, πρόσθεσε.

Στο ζήτημα των ερευνών για υδρογονάνθρακες είπε ότι επιταχύνονται οι διαδικασίες τόσο στην Κρήτη όσο και στο Ιόνιο όπου στόχος είναι τους επόμενους μήνες να γίνουν τρισδιάστατες σεισμικές έρευνες.

Υπενθυμίζεται ότι τα ΕΛΠΕ ανακοίνωσαν για το β΄τρίμηνο συγκρίσιμα λειτουργικά κέρδη (EBITDA) ύψους 535 εκατ. ευρώ, σε σχέση με 79 εκατ. για το αντίστοιχο Τρίμηνο του 2021, ενώ τα Συγκρίσιμα Καθαρά Κέρδη ανήλθαν σε 367 εκατ. έναντι 7 εκατ. πέρυσι. Βασική αιτία της ανόδου της κερδοφορίας ήταν η αύξηση των περιθωρίων διύλισης αλλά και η αύξηση των εξαγωγών οι οποίες για πρώτη φορά συνεισέφεραν περισσότερο στα κέρδη σε σχέση με τις πωλήσεις στην εσωτερική αγορά.