Της Τόνιας Α. Μανιατέα

Στην Ελλάδα είναι πια μία αρκούντως τιμημένη 60άρα! Παγκοσμίως κοντοζυγώνει τον αιώνα. Επίσημα τουλάχιστον. Διότι ανεπίσημα είναι ήδη υπεραιωνόβια. Σ΄ αυτό το διάστημα, αγαπήθηκε από εκατομμύρια ανθρώπους, μεταφράστηκε σε 47 γλώσσες και παίζεται μανιωδώς σε περισσότερες από 140 χώρες του πλανήτη. Έχει, δε, γίνει έμπνευση για τους πιο ευφάνταστους μαραθώνιους. Επάνω σε δενδρόσπιτα με 286 ώρες συνεχούς παιχνιδιού (!), υποβρυχίως με 1080 ώρες παιχνιδιού(!), σε ζυγό ισορροπίας με 200 ώρες παιχνιδιού(!), ακόμα και ανάποδα με 36 ώρες! Είναι αυτή που έχει κλέψει την καρδιά όλων των ηλικιών, όλων των κοινωνικών τάξεων, όλων των δογμάτων και πεποιθήσεων… Λένε μάλιστα πως είναι η αγαπημένη της βασίλισσας Ελισάβετ. Η χάρη της, πάντως, έχει φτάσει ίσαμε το διάστημα, όπου πολλοί κοσμοναύτες περνούν μαζί της τον ελεύθερο χρόνο τους, και φυσικά έχει ταξιδέψει με αεροπλάνα, τρένα και βαπόρια, ακόμα και υποβρύχια. Η πιο εντυπωσιακή παρουσία της καταγράφηκε σε ένα υποθαλάσσιο κλουβί με περιφερόμενους καρχαρίες γύρω της! Μόλις πέρσι, μεσούσης της καραντίνας, με τη διεξαγωγή ενός διαδικτυακού μαραθώνιου με αληθινά χρήματα, παίκτες διάσημους καλλιτέχνες και θεατές τα εκατομμύρια των θαυμαστών της, λειτούργησε ως φιλανθρωπική τράπεζα, τροφοδοτώντας με σημαντικά ποσά αμερικανικά νοσοκομεία Παίδων.

Η Monopoly ήταν και παραμένει must όλων των εποχών και είναι μάλλον απίθανο να υπάρχει άνθρωπος στον πολιτισμένο πλανήτη, που να μην έχει αγοράσει τουλάχιστον ένα οικόπεδο και να μην έχει υποθηκεύσει ένα άλλο. Και να σκεφτεί κανείς ότι η ιδέα της γεννήθηκε για να καταγγείλει τη συγκέντρωση του πλούτου στα χέρια των ολίγων…

ΕΤΣΙ ΑΡΧΙΣΑΝ ΟΛΑ…

Τέλη 19ου αι. Η Ελίζαμπεθ Μέιγκι (Elisabeth Magie), Λίζι για τους φίλους της, γεννημένη στο Ιλινόις, είναι μια δραστήρια γυναίκα, γεμάτη ανησυχίες για το πώς εξελίσσεται ο κόσμος στην ανατολή του νέου αιώνα. Οι κοινωνικές ανισότητες βγάζουν μάτι, τα μονοπώλια ανθούν σε βάρος των σκληρά εργαζομένων και η προοδευτική Λίζι, που αυτή την εποχή εργάζεται ως γραμματέας σε κάποια εταιρεία αντί μηνιαίου μισθού 10 δολαρίων, κατατρύχεται από αγωνία για την ανορθόδοξη κατανομή του πλούτου που αφήνει απέξω τους εργάτες της γης.

Είναι φεμινίστρια και φανατική οπαδός του οικονομολόγου Χένρι Τζορτζ (Henry George), ο οποίος έχει αναπτύξει τον «γεωργισμό», τη θεωρία ότι οι άνθρωποι πρέπει να κατέχουν την αξία που παράγουν οι ίδιοι και πως όταν αυτή η αξία προέρχεται από τη γη (συμπεριλαμβανομένων των φυσικών πόρων, των κοινόχρηστων χώρων, των αστικών τοποθεσιών), ανήκει εξίσου σε όλα τα μέλη της κοινωνίας και πρέπει να αναδιανέμεται στα αδύναμα οικονομικά στρώματα. Ο Τζορτζ υποστηρίζει ότι ένας ενιαίος φόρος επί της αξίας της γης, που αποτελεί δημόσια περιουσία θα εξαφάνιζε την κερδοσκοπία και θα δημιουργούσε μία πιο παραγωγική και δίκαιη κοινωνία.

Είναι η εποχή που οι άνθρωποι έτσι κι αλλιώς είναι στραμμένοι στην καλλιέργεια της γης, γεγονός που ενισχύει τη θεωρία του Τζορτζ, την οποία ασπάζονται αρκετοί προοδευτικοί ηγέτες και όχι μόνον… Η Λίζι έχει κληρονομήσει τις ευαισθησίες του πατέρα της, υπέρμαχου του κινήματος για την κατάργηση της δουλείας, στην οποία η ίδια εντάσσει και την υποτελή θέση της γυναίκας! Έχει «πατήσει» ήδη τα 30 και ο πενιχρός μισθός της δεν της φτάνει να ζήσει. Ως εκ τούτου χρειάζεται στο πλάι της έναν σύζυγο… Αλλά η ίδια απορρίπτει μετά βδελυγμίας τον γάμο που αποσκοπεί μόνο και μόνο στη συντήρηση της γυναίκας! Βρίσκει, μάλιστα, έναν εντυπωσιακό τρόπο για να διατρανώσει την πεποίθησή της. Δημοσιεύει μία αγγελία στην οποία αναφέρει: «νεαρή Αμερικανίδα σκλάβα αναζητεί αφέντη σύζυγο για να τη συντηρεί!». Η αγγελία ταξιδεύει με ταχύτητα φωτός ανά τη χώρα. Δίστηλα, μονόστηλα, κουτσομπολίστικες γωνιές κατακεραυνώνουν ή επιβραβεύουν το θάρρος της Λίζι, που εντέλει καθιερώνεται ως η περήφανη φεμινίστρια της εποχής. Στην πραγματικότητα, με την αγγελία της εξομοιώνει τις γυναίκες με τους μαύρους σκλάβους και καταγγέλλει τους λευκούς άνδρες ως τα «μόνα ελεύθερα όντα του πλανήτη». Ο πρώτος της στόχος πάντως, η διασπορά του μηνύματος περί απαιτούμενης ισότητας των δύο φύλων, επιτυγχάνεται. Τώρα είναι η στιγμή να αποφασίσει πώς μπορεί να εισφέρει στην υπόθεση της κοινωνικοοικονομικής δικαιοσύνης. Και τότε της έρχεται η ιδέα ενός επιτραπέζιου παιχνιδιού. Έτσι κι αλλιώς, το μυαλό της λειτουργεί με γρήγορους ρυθμούς και παράγει πολύ περισσότερα από αυτά που απαιτεί ο ρόλος μιας γραμματέως. Ανήκει στο μόλις 1% των γυναικών που κατέχουν δίπλωμα ευρεσιτεχνίας και έχει ήδη στο ενεργητικό της τη δημιουργία κάμποσων παιχνιδιών. Ξέρει ότι με ένα παιχνίδι δεν θα πετύχει και πολλά στη διάδοση των ιδεών του Τζορτζ, αλλά επίσης είναι σίγουρη ότι οφείλει στον εαυτό της να προσπαθήσει.

Για χρόνια, οι νύχτες της είναι αφιερωμένες σε αυτόν τον στόχο. Σκέπτεται, συνδυάζει, σχεδιάζει… Στις 23 Μαρτίου του 1903, έχοντας παραμάσχαλα το δημιούργημά της, διαβαίνει περήφανη και περιχαρής το κατώφλι του Γραφείου Διπλωμάτων Ευρεσιτεχνίας. Δύο χρόνια μετά, η πρώτη έκδοση του δημιουργήματός της βγαίνει στο εμπόριο μέσω της Economic Game Company.

Το όνομά του είναι «Το παιχνίδι του Ιδιοκτήτη» και περιλαμβάνει χρήματα και τίτλους ιδιοκτησίας ακινήτων. Σε αντίθεση με τις γραμμικές διαδρομές των παιχνιδιών αυτής της εποχής, ο Ιδιοκτήτης έχει τετράγωνο ταμπλό με κουτάκια – τίτλους σε όλες τις πλευρές του, στα οποία κινούνται με τα πιόνια τους οι παίκτες. Η Λίζι έχει σχεδιάσει εννέα ορθογώνια κουτιά κατά μήκος κάθε μιας από τις τέσσερις πλευρές του πίνακα. Στο κέντρο κάθε πλευράς βρίσκεται ένας σιδηροδρομικός σταθμός με χώρους προς ενοικίαση ή προς πώληση εκατέρωθεν. Τα περισσότερα κουτάκια είναι τίτλοι ιδιοκτησίας που αγοράζονται και πωλούνται. Υπάρχουν φόροι, που πρέπει να πληρωθούν, και ενοίκια, τα οποία πρέπει να καταβληθούν στους ιδιοκτήτες. Τα κουτάκια με την ένδειξη «Απόλυτη Αναγκαιότητα» («Absolute Necessity») προσφέρουν αγαθά, όπως ψωμί και καταφύγιο, και τα άλλα με την ένδειξη «Προνόμιο» («Franchise») παροχές, όπως νερό και φως. Καθώς οι παίκτες διανύουν τη διαδρομή τους στις τέσσερις πλευρές του ταμπλό, εργάζονται και κερδίζουν μισθούς. Εκείνοι που μένουν χωρίς χρήματα καταλήγουν στο «Πτωχοκομείο» («Poor House»). Στο ταμπλό υπάρχει και Δημόσιο Πάρκο, ενώ σε μία γωνία είναι σχεδιασμένη η εικόνα της υδρογείου με έναν φόρο τιμής στον ήρωα της Λίζι, τον άνθρωπο που την ενέπνευσε να δημιουργήσει το παιχνίδι, τον Χένρι Τζορτζ. Είναι το τετράγωνο της Μητέρας Γης, την οποία θεωρητικώς κάθε παίκτης δικαιούται να καλλιεργεί και να εισπράττει τον κόπο του μόχθου του. Έτσι κάθε φορά που περνάει από εκεί, αποζημιώνεται από την τράπεζα με 100 λίρες. Σε άλλη γωνία του πίνακα είναι γραμμένες τρεις λέξεις, που δεν άλλαξαν στα κοντά 120 χρόνια που πέρασαν από τότε: GO TO JAIL (ΠΗΓΑΙΝΕ ΣΤΗ ΦΥΛΑΚΗ). Εκεί καταλήγουν όσοι χρωστούν και δεν μπορούν να ξεχρεώσουν.

«Είναι μια πρακτική επίδειξη του σημερινού συστήματος αρπαγής γης με όλα τα συνήθη αποτελέσματα και τις συνέπειές του» θα γράψει η Λίζι σε κάποιο πολιτικό περιοδικό, εξηγώντας τη φιλοσοφία του παιχνιδιού της. «Θα μπορούσε κάλλιστα να ονομαστεί “Το Παιχνίδι της Ζωής”, καθώς περιέχει όλα τα στοιχεία της επιτυχίας και της αποτυχίας στον πραγματικό κόσμο και το αντικείμενο του είναι το ίδιο με αυτό της καθημερινότητας της ανθρώπινης φυλής: το κέρδος και η συσσώρευση πλούτου».

Ο στόχος της Λίζι είναι να επισημάνει δύο αρχές. Ότι οι άνθρωποι πρέπει να κατέχουν την αξία που οι ίδιοι παράγουν και ότι όσο κι αν προσπαθήσει κανείς, ο ανταγωνισμός, που ενυπάρχει στο ανθρώπινο γονιδίωμα, θα οδηγεί πάντα στη συσσώρευση του πλούτου στα χέρια του ενός.

ΟΤΑΝ ΤΟ ΠΑΙΧΝΙΔΙ ΤΟΥ ΙΔΙΟΚΤΗΤΗ ΕΓΙΝΕ MONOPOLY

Για τρεις δεκαετίες, «Το παιχνίδι του Ιδιοκτήτη» κλέβει τις καρδιές των αριστερών διανοουμένων και των φοιτητών στις αμερικανικές πανεπιστημιουπόλεις.

Ώσπου ανατέλλει η εποχή του Τσαρλς Ντάροου…

Ένα χειμωνιάτικο βράδυ του 1932, σε μια φτωχογειτονιά της Φιλαδέλφειας, ο Τσαρλς Τοντ (Charles Todd) και η σύζυγός του Όλιβ (Olive), καλούν στο σπίτι τους το φιλικό ζεύγος των Τσαρλς και Έστερ Ντάροου (Charles – Ester Dorrow). Θα φάνε και θα παίξουν το «Παιχνίδι του Ιδιοκτήτη», το οποίο έχει ανακαλύψει πρόσφατα ο Τοντ και έχει εντυπωσιαστεί. Τα δύο ζευγάρια παίρνουν θέση γύρω από το ταμπλό και επιδίδονται μετά μανίας στη μάχη της αγοραπωλησίας. Ο Ντάροου ενθουσιάζεται και ζητά από τον Τοντ τους κανόνες του παιχνιδιού. Ο φίλος του τού απαντά ότι δεν υπάρχουν. Του υπόσχεται, όμως, πως θα επιχειρήσει να τους γράψει ο ίδιος. Ο Ντάροου αποφασίζει να σχεδιάσει ένα αντίστοιχο δικό του παιχνίδι, αλλά αυτή τη φορά, προσαρμοσμένο απολύτως στους κανόνες της ελεύθερης αγοράς. Ο πολιτισμένος κόσμος βιώνει τις συνέπειες του κραχ του 1929, που κρατούν την παγκόσμια αγορά στα τάρταρα τουλάχιστον για μία δεκαετία. Το όνειρο αυτή την εποχή δεν περιορίζεται μόνον στην ανάκαμψη. Τώρα κυριαρχεί ο πόθος για πλούτο. Εμπνευσμένος από τον Ιδιοκτήτη, ο Ντάροου σχεδιάζει ένα παιχνίδι σε στρόγγυλο ταμπλό με ονόματα δρόμων του Ατλάντικ Σίτυ (παραθαλάσσιο προάστιο του Νιου Τζέρσεϋ με καζίνα και λέσχες, βασίλειο του τζόγου και του χρήματος) και τους κοστολογεί ανάλογα με την πραγματική αγοραστική τους αξία. Αυτές είναι ιδιοκτησίες που πωλούνται, αγοράζονται και υποθηκεύονται.

«Οι έννοιες καπιταλισμός, χρήμα, αγορά ακινήτων, αύξηση ενοικίου, εξαγορά, ανταγωνισμός, είναι πάντα επίκαιρες» δηλώνει κάποτε ο ίδιος και καταλήγει: «Δεν θα μπορούσα να σκεφτώ αντιπροσωπευτικότερο τόπο για το παιχνίδι μου από το Ατλάντικ Σίτυ».

Κατά τα λοιπά, στο ταμπλό περιλαμβάνονται τραπεζικές απαιτήσεις και υποχρεώσεις, κρατικές εντολές και αποφάσεις, φόροι και ασφαλώς φυλακή για τους κακοπληρωτές. Εννοείται, δε, πως τα απαραίτητα αγαθά -νερό και ενέργεια- που στον πίνακα της Λίζι λειτουργούν υπέρ του συνόλου των παικτών, σε αυτόν του Ντάροου είναι εταιρείες προς πώληση και εκμετάλλευση από έναν. Το παιχνίδι παρέχει τη δυνατότητα στον πιο έξυπνο και ταυτόχρονα πιο τυχερό παίκτη να δημιουργήσει το δικό του εικονικό βασίλειο, χτίζοντας σπίτια και ξενοδοχεία και μαζεύοντας όλο το χρήμα από τα παχυλά ενοίκια. Το παιχνίδι του Ντάροου δεν έχει όνομα και οι κανόνες είναι αυτοί που του έχει συντάξει ο Τοντ με ελάχιστες εξαιρέσεις. Για λόγους συντομίας, τα μέλη της διαρκώς διερευνώμενης παρέας, το αποκαλούν «Το παιχνίδι του μονοπωλίου». Αλλά ο Ντάροου είναι άνεργος και απελπισμένος. Έχει σχεδιάσει και στο παρελθόν παιχνίδια, τα οποία δεν είχαν την αναμενόμενη επιτυχία. Ωστόσο, αυτό το συγκεκριμένο έχει κερδίσει ήδη τις καρδιές των δοκιμαστών φίλων του. Γιατί όχι και τις καρδιές των ξένων; Τότε αποφασίζει να το κατοχυρώσει και το κάνει. Δεν μένει παρά να το βγάλει σε μαζική παραγωγή.

Οι ονομαστοί κατασκευαστές παιχνιδιών της εποχής είναι οι αδελφοί Πάρκερ και σε αυτούς παρουσιάζει ο Ντάροου το Μονοπώλιο (Monopoly), όνομα που εντέλει καθιερώνεται. Ωστόσο, εις εκ των αδελφών εντοπίζει σχεδιαστικά λάθη, δεν ενθουσιάζεται και το απορρίπτει. Ο εφευρέτης φεύγει απογοητευμένος, αλλά όχι τόσο ώστε να τα παρατήσει. Αποφασίζει να το βγάλει στην αγορά μόνος του. Με τη βοήθεια της συζύγου και του γιου του, σχεδιάζει και κόβει ταμπλό, τα χρωματίζει και τα προωθεί στους φίλους των φίλων του. Σιγά σιγά, ο κύκλος των ενδιαφερόμενων αγοραστών διευρύνεται. Πέντε χιλιάδες κομμάτια παράγει με τα χέρια του ο Ντάροου και τα πουλάει πόρτα πόρτα!

Στο μεταξύ, ανασχεδιάζει τον αρχικό πίνακα και του αλλάζει σχήμα για να κατασκευάζεται ευκολότερα. Είναι πια τετράγωνος. Προσθέτει, αφαιρεί και ξαναπαρουσιάζει το παιχνίδι στους Πάρκερ. Αυτή τη φορά είναι πιο τυχερός. Όχι τόσο επειδή είναι βελτιωμένο, αλλά κυρίως επειδή το βλέπει η σύζυγος ενός εκ των αδελφών και ενθουσιάζεται. Η εταιρεία αγοράζει τα δικαιώματα και στις 31 Δεκεμβρίου του 1935 καταθέτει το παιχνίδι για άδεια έκδοσης και κυκλοφορίας στην αρμόδια αμερικανική Αρχή Εμπορίου.

Σε πολύ μικρό χρονικό διάστημα από την κυκλοφορία της, η «Monopoly» γίνεται εθιστικός συρμός και ο «πατέρας» της εκατομμυριούχος! Το παιχνίδι ταξιδεύει ανά τον πλανήτη και μεταδίδεται από ήπειρο σε ήπειρο και από χώρα σε χώρα σαν μολυσματική νόσος. Οι τίτλοι ιδιοκτησίας στο ταμπλό της προσαρμόζονται στα δεδομένα του νέου τόπου, όπου κάθε φορά «προσγειώνεται», και δημιουργεί λέσχες φανατικών παικτών.

Ο Ντάροου έχει δημιουργήσει ένα φαινόμενο.

Στις αρχές του 1936 η θυμωμένη Λίζι καταφεύγει στον Τύπο, αναζητώντας το δίκιο της. Σε συνεντεύξεις της στην «Washington Post» και την «Washington Evening Star» φωτογραφίζεται κρατώντας στο ένα χέρι το ταμπλό του Ιδιοκτήτη και στο άλλο του Μονοπωλίου, ζητώντας απάντηση από την εταιρεία, την οποία καταγγέλλει για κλοπή της ιδέας της. Βλέπεις, η Λίζι είχε δώσει τα δικαιώματα του Ιδιοκτήτη στην Parker Brothers και η εταιρεία κατοχύρωσε εκείνο το παιχνίδι το 1924, πολύ αργότερα από το έτος, που το σχεδίασε η Λίζι. Είκοσι ολόκληρα χρόνια που ο Ιδιοκτήτης παιζόταν ανά την Αμερική, το παιχνίδι δεν πιστωνόταν στη Λίζι, αλλά την εταιρεία.

Τα χρόνια, που περνούν βρίσκουν πλέον τη Λίζι παντρεμένη και την Parker Brothers να εξακολουθεί να πιστώνει την ιδέα του παιχνιδιού στον Ντάροου. Ύστερα από μία πολύχρονη δημόσια αντιπαράθεση με την εταιρεία, η Λίζι αποζημιώνεται από τους Parker με 500 δολάρια (!) και μία δέσμευση να κατασκευάσουν και να βγάλουν στην αγορά τα επόμενα παιχνίδια της, τα οποία όμως δεν θα έχουν τέτοια επιτυχία.

Καθώς το όνομα του Ντάροου «κλειδώνει» στον τίτλο του εμπνευστή του Μονοπώλιου, ο ρόλος της Λίζι παραμένει αφανής. Το 1948 που αποδημεί, χήρα πια και αδικημένη, ούτε στη νεκρολογία της, ούτε ασφαλώς και στο μνήμα της θα γίνει κάποια αναφορά στην τεράστια επιτυχία του παιχνιδιού, που εκείνη επινόησε. Αλλά το 1973, ο Ραλφ Άνσπατς (Ralph Anspach), ένας αριστερός ακαδημαϊκός, ο οποίος δέχεται ασφαλιστικά μέτρα από τους Parker Brothers για τη δημιουργία ενός παιχνιδιού Anti-Monopoly, «σκαλίζει» την ιστορία της Λίζι και σέρνει την εταιρεία στα δικαστήρια επιδιώκοντας τη συρρίκνωση της παντοδυναμίας της στο ζήτημα των πνευματικών δικαιωμάτων. Η εκδίκαση της υπόθεσης διαρκεί δέκα χρόνια και στο τέλος ο Άνσπατς δικαιώνεται βγάζοντας στην επιφάνεια τη «μητέρα» του παιχνιδιού και καθιστώντας αδιαπραγμάτευτη τη συμβολή της στην επιτυχία της «Monopoly». Στο μεταξύ, και για παν ενδεχόμενο, ο κολοσσός Hasbro -μητρική της Parker Brothers- σχολιάζει με σαφή και κατηγορηματικό τρόπο: «Η Hasbro πιστώνει το επίσημο παιχνίδι Monopoly, που παράγεται και παίζεται σήμερα, στον Charles Darrow». Στο δε χρονολόγιο του παιχνιδιού, που φιλοξενείται στον ιστότοπο της εταιρείας, η ιστορία της «Monopoly» ξεκινά το 1935.

Το 1970, τρία χρόνια μετά τον θάνατο του Ντάροου, μία αναμνηστική πλακέτα στη μνήμη του τοποθετείται σε περίοπτη θέση στο Ατλάντικ Σίτυ. Θα ήταν αδύνατο να μην τιμηθεί με κάποιον τρόπο ο άνθρωπος που έκανε την πόλη διάσημη ανά τον πλανήτη! Ακόμη κι αν στο δικαστήριο αποδεικνύεται ότι η αρχική ιδέα του παιχνιδιού δεν είναι του Ντάροου, η «Monopoly» καθιερώνεται ως «παιδί» του.

Άλλωστε, η δική του ιστορία, από την αφάνεια στη δόξα και από τη φτώχια στα αμύθητα πλούτη, αποτελεί το αντιπροσωπευτικότερο παράδειγμα του αμερικανικού ονείρου όλων των εποχών…

ΜΙΑ ΑΞΙΑ ΠΟΥ ΔΕΝ ΣΒΗΝΕΙ ΠΟΤΕ…

Καθώς οι δεκαετίες περνούν η Monopoly ωριμάζει σαν το παλιό κρασί. Παρά την πληθώρα της παραγωγής στην αγορά των επιτραπέζιων παιχνιδιών, αυτή εξακολουθεί να κατέχει την πρώτη θέση στην προτίμηση του κοινού της που δεν έπαψε ποτέ να ανανεώνεται. Το 1999 καταλαμβάνει τον δικό της χώρο, ως το εμπορικότερο παιχνίδι όλων των εποχών με 500 εκατομμύρια παίκτες, στο βιβλίο Γκίνες. Σήμερα υπολογίζεται ότι περίπου 300 εκατομμύρια (!) ταμπλό του αγαπημένου παιχνιδιού βρίσκονται διάσπαρτα στα σπιτικά του πλανήτη και περισσότεροι από 700 εκατομμύρια (!) παίκτες αγοράζουν και πωλούν «χάρτινα» ακίνητα στις γειτονιές του κόσμου.

Επιπλέον η «Monopoly» έχει εκδοθεί σε πολλές μορφές, συμπεριλαμβανομένης της έκδοσης Braille για τους μη έχοντες όραση, μίας έκδοσης από σοκολάτα και μία άλλης, που συμπεριλαμβάνει σπίτια από χρυσό και ξενοδοχεία από ασήμι με πολύτιμους λίθους στις καμινάδες τους, αξίας 17.000 εγγλέζικων λιρών!

Το 1992, οι απόγονοι του Ντάροου, πούλησαν στην οικογένεια Forbes ένα από τα πρώτα χειροποίητα κομμάτια του Μονοπωλίου, με κυκλικό ταμπλό και χειρόγραφους κανόνες παιχνιδιού. Εκείνοι με τη σειρά τους, χρόνια μετά, το έβγαλαν σε δημοπρασία των Sotheby΄s με τιμή εκκίνησης τις 80.000 λίρες. Πουλήθηκε αντί 90.360 λιρών!