Η 1η Ιανουαρίου του 2020 ήταν η πρώτη Πρωτοχρονιά μετά από τουλάχιστον μία δεκαετία που οι Έλληνες την υποδέχτηκαν με έναν αναστεναγμό ανακούφισης. Δεν ήταν το κλασικό αίσθημα αισιοδοξίας που επιβάλλει η πρώτη ημέρα κάθε νέου χρόνου. Ήταν, νομίζω, η συνειδητοποίηση πως μετά από 10 χρόνια εθνικής κατάθλιψης, ως απόρροια της οικονομικής κρίσης, την 1η Ιανουαρίου του 2020 αισθανθήκαμε όχι απλά πως τα χειρότερα είναι πίσω μας, αλλά πως υπάρχουν πραγματικά καλύτερα μπροστά μας και είναι πλέον εφικτά, όχι μόνο ευκταία.  

 

Δεν πρέπει να παραβλέπουμε πως η αγορά είναι ψυχολογία και η επίδραση της ψυχολογίας στην πορεία της οικονομίας δεν είναι αμελητέα. Αν υπάρχει πεποίθηση πως μία οικονομία θα πάει καλύτερα, τότε το κλίμα βελτιώνεται, οι επενδυτές γίνονται λιγότερο επιφυλακτικοί και σιγά σιγά κάτι κινείται. Αυτά όμως που πρέπει να κινηθούν από εδώ και πέρα στην Ελλάδα είναι πάρα πολλά, αν θέλουμε να αναπληρώσουμε τον χαμένο χρόνο αυτής της δεκαετίας και αν επιθυμούμε να κεφαλαιοποιήσουμε τις θετικές προοπτικές που για πρώτη φορά διακρίνονται μετά από 10 χρόνια. 

 

Τα assets της χώρας, έμψυχα και υλικά, έχουν βγει μόλις από μία δεκαετία συνεχούς υποβάθμισης. Σε επίπεδο ανθρώπινου κεφαλαίου, περίπου 500.000 Έλληνες  μετανάστευσαν από το 2010 προς αναζήτηση μιας καλύτερης επαγγελματικής τύχης. Παράλληλα, υπήρξε μια διαρκής απαξίωση των παγίων και των υποδομών, αφού από το 2008 έως σήμερα έχει σημειωθεί καθίζηση της τάξεως του 59% στις Δημόσιες και Ιδιωτικές επενδύσεις. Κοιτάζοντας αποκλειστικά και μόνο αυτά τα δύο στοιχεία, αντιλαμβάνεται κανείς το μέγεθος της ζημιάς που έχει υποστεί η εθνική οικονομία. 

 

Προκειμένου η ελληνική οικονομία να ανακάμψει κατά τρόπο βιώσιμο και μακροχρόνιο, πρέπει να συνειδητοποιήσουμε πλήρως τις προϋποθέσεις που απαιτείται να διασφαλίσουμε, ώστε οι θετικότερες προοπτικές που διακρίνονται, να μετουσιωθούν σε πραγματικότητα. 

 

Πρώτον, οφείλουμε να χαρτογραφήσουμε πλήρως τα πλεονεκτήματα που διαθέτει η χώρα και που την τοποθετούν πιο ψηλά στις προτιμήσεις της επενδυτικής κοινότητας. Για παράδειγμα, πρέπει να σταματήσουμε να αντιμετωπίζουμε το κλίμα της Ελλάδας ως συγκριτικό πλεονέκτημα μόνο για τον κλάδο του τουρισμού. Η χώρα διαθέτει λόγω της ιδιαίτερης γεωγραφικής της φυσιογνωμίας ένα εξαιρετικά σημαντικό δυναμικό σε αιολική και ηλιακή ενέργεια. Θα μπορούσε λοιπόν να προσελκύσει μεγαλύτερες επενδύσεις σε Ανανεώσιμες Πηγές Ενέργειας, αξιοποιώντας και τη στροφή των επενδυτών προς πιο «πράσινες» τοποθετήσεις των κεφαλαίων τους. Η μεταλιγνιτική εποχή που ξεκινά στην Ελλάδα και η ηλεκτρική διασύνδεση μεγάλων νησιών, όπως η Κρήτη, με την ηπειρωτική χώρα, γεννούν προοπτικές στον κλάδο της ενέργειας που δεν υπήρξαν ποτέ στο παρελθόν. Επομένως, είναι απαραίτητο να αντιμετωπίσουμε τις επενδυτικές ευκαιρίες που προσφέρει η Ελλάδα πολυδιάστατα κι όχι ως μονοκαλλιέργειες.  

 

Δεύτερον, οι επενδύσεις πρέπει να είναι αμοιβαία επωφελείς, να ενέχουν δηλαδή ανάλογα οφέλη και για τη χώρα και για τον επενδυτή. Ως εκ τούτου, είναι υποχρέωσή μας και απέναντι στις μελλοντικές γενιές να διαθέτουμε τα assets που έχει η Ελλάδα σε εκείνους που επενδύοντας μπορούν να δημιουργήσουν προστιθέμενη αξία όχι απλά να δώσουν ένα πρόσκαιρο αντίτιμο. Υπό αυτό το πρίσμα το μοντέλο των παραχωρήσεων πρέπει να επεκταθεί πέρα από το κλασικό πλαίσιο των αυτοκινητοδρόμων και να καταστεί κυρίαρχο έναντι αυτού της απλής πώλησης περιουσιακών στοιχείων του ελληνικού δημοσίου. Ο επενδυτής που αποκτά δικαίωμα εκμετάλλευσης ενός σημαντικού περιουσιακού στοιχείου με τη μέθοδο της παραχώρησης, πέραν από το όποιο τίμημα καταβάλλει, αναλαμβάνει και συγκεκριμένες υποχρεώσεις πρόσθετων επενδύσεων, αλλά κυρίως της συντήρησης και της σωστής λειτουργίας της υποδομής που του παραχωρείται. Η μεγιστοποίηση της συνολικής ωφέλειας της πολιτείας πρέπει να περιλαμβάνει πέρα από τις παράπλευρες ωφέλειες (π.χ. μείωση του κόστους και χρόνου των μεταφορών για τους δρόμους και τα τραίνα) και την ωφέλεια από τη σωστή συντήρηση και λειτουργία της συγκεκριμένης υποδομής που παραχωρείται.

 

Τρίτον, απαιτείται σύμπραξη προκειμένου να μεγιστοποιείται η επενδυτική ισχύς, αλλά και να επιμερίζεται το όποιο ρίσκο. Οι εποχές των γενναίων Προγραμμάτων Δημοσίων Επενδύσεων έχουν παρέλθει ανεπιστρεπτί. Προτεραιότητα λοιπόν πρέπει να δοθεί σε επενδύσεις με προσέλκυση ιδιωτικών και ξένων κεφαλαίων, καθώς και ευρωπαϊκών κονδυλίων με τη στήριξη των Ευρωπαϊκών Αναπτυξιακών Τραπεζών και του Διεθνούς Χρηματοπιστωτικού Συστήματος. Είναι απαραίτητο να δημιουργείται η μέγιστη δυνατή μόχλευση, αντλώντας κεφάλαια από διαφορετικές πηγές και υλοποιώντας επενδύσεις με μακροπρόθεσμο χαρακτήρα, καλύτερη ορατότητα και ελεγχόμενο ρίσκο, με Συμπράξεις Δημοσίου και Ιδιωτικού τομέα. 

 

Τέταρτον και τελευταίο μεν αλλά όχι λιγότερο σημαντικό. Η Ελλάδα πρέπει να αξιοποιήσει προς όφελός της τους μεγάλους επιχειρηματικούς ομίλους που διαθέτει. Όσες ελληνικές πολυεθνικές επιχειρήσεις κατόρθωσαν να σταθούν όρθιες μέσα στην κρίση, συνεχίζοντας να επενδύουν στη χώρα και να δίνουν δουλειά σε χιλιάδες ανθρώπους, έχουν πλέον μεταλλαχθεί σε κάτι πολύ ισχυρότερο και ανθεκτικότερο από αυτό που ήταν. Έχουν προσαρμοστεί στις απαιτήσεις του διεθνούς περιβάλλοντος, έχουν πάρει πολύτιμα μαθήματα και έχουν αλλάξει νοοτροπίες και κουλτούρες διοίκησης και δραστηριοποίησης. Αυτοί οι εθνικοί πρωταθλητές μπορούν να αποτελέσουν ανεκτίμητο συνέταιρο για έναν ξένο επενδυτή που εισέρχεται στη χώρα, αλλά κυρίως μπορούν να εξελιχθούν σε καταλύτη συνολικής μεταμόρφωσης του γενικότερου επιχειρηματικού περιβάλλοντος στην Ελλάδα. 

 

Συμπερασματικά, αν επιδιώκουμε (όπως θα έπρεπε) ένα πιο στέρεο μοντέλο ανάπτυξης από αυτό της παροχής υπηρεσιών και της κατανάλωσης, πρέπει να αντιμετωπίσουμε την Πρωτοχρονιά του 2020 όχι απλά ως την αρχή ενός νέου ημερολογιακού έτους, αλλά ενός νέου κύκλου ανάπτυξης. Όχι μόνο να κερδίσουμε το χαμένο έδαφος, αλλά να θέσουμε τις βάσεις ενός μακροχρόνιου ενάρετου κύκλου ανάπτυξης, σχεδιάζοντας και επενδύοντας σωστά.  Να δημιουργήσουμε αξία για τις επόμενες γενιές.

*το άρθρο του Διευθύνοντος Συμβούλου του Ομίλου ΕΛΛΑΚΤΩΡ, κ. Αναστάσιου Καλλιτσάντση, περιλαμβάνεται στην Ειδική Έκδοση του περιοδικού “The Economist”, «Ο Κόσμος το 2020» και δημοσιεύεται με άδειά του