
Πηγή Εικόνας: wikimedia commonsΤης Έρης Δρίβα και του Θοδωρή Καραουλάνη
Όταν σχεδόν το μισό πόσιμο νερό που χρειάζονται κάθε χρόνο τα ελληνικά νοικοκυριά για ύδρευση χάνεται ή χρησιμοποιείται σε σκοπούς όπως το πότισμα πάρκων, όταν φτιάχνουμε υποδομές που δεν μπορούμε να τις λειτουργήσουμε και όταν «πετάμε» το νερό από τον βιολογικό καθαρισμό γιατί στη χώρα μας η επαναχρησιμοποίησή του δεν θεωρείται ακόμα αυτονόητη, τότε η λειψυδρία ίσως να μην είναι απότοκο μόνο της κλιματικής αλλαγής.
Η διαχείριση του νερού είναι εδώ και χρόνια ο «ελέφαντας στο δωμάτιο», αρκεί να αναλογιστεί κανείς ότι στην Ελλάδα υπάρχουν 740 πάροχοι νερού την ώρα που η Ιρλανδία έχει έναν, όπως αποκάλυψε στο συνέδριο «Green Deal 2025», που συνδιοργάνωσαν το ΤΕΕ και το exonomix.gr, ο Υπουργός Περιβάλλοντος και Ενέργειας Σταύρος Παπασταύρου.
Και παρότι η λειψυδρία είναι ένα φαινόμενο διαχρονικό στην Ελλάδα και παρότι έχουν δαπανηθεί αρκετά εκατομμύρια σε έργα υποδομής, η διαχειριστική ικανότητα παραμένει ζητούμενο, με τον Περιβαντολλόγο Γεώργιο Χατζηνικολάου εκ μέρους της Lever – Σύμβουλοι Ανάπτυξης, Όμιλος Σαμαράς & Συνεργάτες, μάλιστα να τονίζει, στην τοποθέτησή του σε σχετική συζήτηση στο πλαίσιο του ίδιου συνεδρίου, ότι «η ικανότητα πρέπει να δένει με τη χρηματοδότηση ενός φορέα».
Τα νούμερα από μόνα τους είναι πιο πειστικά. Η Ελλάδα χρειάζεται ετησίως 8,8 δισ. κυβικά μέτρα νερού, ενώ κάθε νοικοκυριό χρειάζεται για ύδρευση 100 κ.μ. ετησίως την ώρα που ο ευρωπαϊκός μέσος όρος είναι τα 45 κ.μ. Και παρότι η διαφορά είναι μεγάλη δεν θα πρέπει να βιαστούμε και να μιλήσουμε για σπατάλη καθώς στη χώρα μας ένα 40 με 60% του νερού που χρησιμοποιείται δεν τιμολογείται κάτι που σημαίνει ότι χάνεται είτε γιατί το δίκτυο έχει βλάβες, είτε γιατί χρησιμοποιείται σε άλλους σκοπούς όπως η κατάσβεση των πυρκαγιών ή γιατί υπάρχει υδροκλοπή.
Το ζήτημα της διαχείρισης τίθεται, επομένως, με ένταση για την ουσιαστική αντιμετώπιση της λειψυδρίας, και σίγουρα απασχολεί περισσότερο από την ύπαρξη ή μη χρημάτων για έργα. Αποτέλεσε, μάλιστα, σχεδόν κοινή παραδοχή στη συζήτηση στο πάνελ με θέμα: «Επενδύσεις για την αντιμετώπιση της λειψυδρίας», στο πλαίσιο του Green Deal 2025, ότι «λεφτά υπάρχουν» παραδόξως, αλλά τελικά δεν είναι αυτό που λείπει τη δεδομένη στιγμή.
Η επανάχρηση νερού και η σύγχρονη διαχείριση μπορεί να δώσει άμεσες λύσεις
Το έλλειμμα της ορθής διαχείρισης, άλλωστε, εντοπίζεται και στα μεγάλα έργα υποδομής που έχουν γίνει τα προηγούμενα χρόνια και είναι σήμερα μη λειτουργικά καθώς δεν αναπτύχθηκε παράλληλα η τεχνογνωσία. «Έχουν δαπανηθεί πολλά εκατομμύρια ευρώ για “πτώματα”», όπως περιέγραψε χαρακτηριστικά ο Διονύσης Γεωργόπουλος, Πρόεδρος ΔΣ & Διευθύνων Σύμβουλος στη ΜΕΣΟΓΕΙΟΣ. Χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι τα νησιά όπου η διαχείριση του νερού μπορεί να παρουσιαστεί ως ψηφιακό δίδυμο και να παρακολουθείς τα πάντα, να κάνεις σωστές προβλέψεις και προληπτικές συντηρήσεις, να πάρεις έκτακτα μέτρα, αλλά παρόλα αυτά το βασικό ερώτημα θα είναι ποιος θα διαχειριστεί το σύστημα. Κατά τον ίδιο, το τεχνικό κομμάτι θα μπορούσε να είναι ένα πεδίο συνεργασίας με τον ιδιωτικό τομέα μέσω outsourcing.
Η συζήτηση ανέδειξε εξίσου και το ζήτημα της επαναχρησιμοποίησης του νερού, που στην Ελλάδα παραμένει σχεδόν ταμπού, την ώρα που στην υπόλοιπη Ευρώπη η τριτοβάθμια επεξεργασία νερού και η επανάχρησή του είναι εξαιρετικά διαδεδομένη. Γιατί μπορεί το νερό από τον βιολογικό καθαρισμό της Ψυττάλειας να απορρίπτεται στη θάλασσα και ο Σαρωνικός να έχει αναβιώσει, ωστόσο, μία σημαντική ευκαιρία εξοικονόμησης χάνεται μαζί του.
Οι προοπτικές του επαναχρησιμοποιούμενου νερού είναι μεγάλες τόσο στην άρδευση όσο και στη βιομηχανία. Ένα τέτοιο παράδειγμα είναι το Ηράκλειο όπου η εταιρεία Thalis της MOTOR OIL GROUP προχωρά στην αξιοποίηση του νερού από τον βιολογικό καθαρισμό της πόλης, με στόχο την άρδευση 30.000 στρεμμάτων γης. Άλλωστε, όπως εξήγησε ο Διευθυντής Ανάπτυξης της εταιρείας Βασίλης Βυζηργιαννάκης, συμμετέχοντας στη σχετική συζήτηση, το κόστος του επαναχρησιμοποιούμενου νερού είναι αισθητά χαμηλότερο των 50 λεπτών ανά κυβικό. Κατά τον ίδιο, όπου λειτουργούν βιολογικοί καθαρισμοί, θα μπορούσε να υπάρξει τριτοβάθμια επεξεργασία και το νερό να αξιοποιείται για άρδευση ή στη βιομηχανία, όμως, αυτό απαιτεί προσεκτικό σχεδιασμό, χρηματοδότηση και τεχνική υποστήριξη, για να μην επαναληφθούν παραδείγματα του παρελθόντος όπου ακριβά έργα υποδομής κατέληξαν να μην είναι μετά από χρόνια λειτουργικά.
ΕΥΔΑΠ και ΕΥΑΘ δίνουν τον τόνο στις πόλεις για επαναχρησιμοποίηση και ορθολογική διαχείριση
Δίνοντας μία πιο αισιόδοξη νότα, ο Πρόεδρος της ΕΥΔΑΠ Γιώργος Στεργίου παρατήρησε, σε παρέμβασή του στη συζήτηση, ότι για πρώτη φορά υπάρχει σύμπνοια για την ανάγκη επαναχρησιμοποίησης του νερού. Μάλιστα, ανέτρεξε στο πρόσφατο παρελθόν όπου ματαιώθηκε λόγω αντιδράσεων έργο επαναχρησιμοποίησης ανακυκλωμένου νερού με την τεχνολογία εξόρυξης λυμάτων (Sewer Mining) για τις ανάγκες του Πάρκου Τρίτση. Ωστόσο σήμερα, λειτουργούν δύο τέτοιες μονάδες στον Δήμο Αθηναίων και τον Δήμο Μαρκοπούλου, ενώ οι περίοικοι που κάνουν βόλτα στις συγκεκριμένες περιοχές δεν αντιλαμβάνονται ότι εκεί παράγεται νερό από επεξεργασία αστικών λύματων για το πότισμα.
Αλλά και σε μεγαλύτερη εμβέλεια, υπάρχει η συμφωνία της ΕΥΔΑΠ με μεγάλο ενεργειακό όμιλο για την παροχή νερού βιομηχανικής χρήσης, προερχόμενου από επεξεργασία λυμάτων, ενώ στην Ανατολική Αττική, στο πολύ μεγάλο έργο αποχέτευσης, προβλέπεται η ανάπτυξη αρδευτικού δικτύου που θα αξιοποιεί επεξεργασμένο νερό. Ο ίδιος αναγνώρισε την αναγκαιότητα των πολύ μεγάλων έργων όπως ο Εύρυτος, προκειμένου να συνεχίσει η Αθήνα να απολαμβάνει υψηλής ποιότητας νερό με πολύ χαμηλό κόστος, ωστόσο, χαρακτήρισε «υποθήκη βιωσιμότητας» τη χρήση νερού που θα παράγεται από επεξεργασμένα λύματα.
Όλες οι περιοχές της Ελλάδας δεν αντιμετωπίζουν με την ίδια ένταση το πρόβλημα της λειψυδρίας, όμως, η ορθή διαχείριση του νερού δεν είναι επιλογή και οι συντηρήσεις του δικτύου αποτελούν σημαντική παράμετρο. Το ζήτημα των βλαβών που ευθύνεται για σημαντικό ποσοστό στις απώλειες νερού, απασχολεί την ΕΥΑΘ που εστιάζει στην προληπτική συντήρηση προκειμένου να αντιμετωπίζει βλάβες πριν αυτές εμφανιστούν. Η εταιρεία ευελπιστεί ότι με την τοποθέτηση 200.000 έξυπνων υδρομετρητών, που προγραμματίζει, θα βελτιωθεί η εισπραξιμότητα, η καταμέτρηση και παρακολούθηση των δικτύων. Παράλληλα, για τις απώλειες νερού στο δίκτυο, βρίσκεται σε εξέλιξη, όπως έκανε γνωστό η Μαρία Πεταλά, μέλος Διοικητικού Συμβουλίου της ΕΥΑΘ, πιλοτικό έργο με εγκατάσταση συστήματος ελέγχου στάθμης και προβλέψεις για ανάσχεση των διαρροών.
Κρίσιμες Επενδύσεις στη διαχείριση υδάτων
Στο μέτωπο των έργων από πλευράς Πολιτείας, ο Ειδικός Γραμματέας Υδραυλικών Έργων και Κτιρίων του Υπουργείου Υποδομών και Μεταφορών, Χαράλαμπος Μυγδάλης, ανέφερε στην τοποθέτησή του στο συνέδριο Green Deal 2025, ότι σε όλη την επικράτεια βρίσκονται σε εξέλιξη 50 μεγάλα αρδευτικά και υδραυλικά έργα, συνολικού προϋπολογισμού 1,5 δισ. ευρώ, περιλαμβάνοντας φράγματα και έργα αποθήκευσης νερού, με έμφαση στα νησιά, ώστε να αξιοποιηθούν οι υπάρχουσες υποδομές και για την ύδρευση. Ταυτόχρονα, προγραμματίζονται και έργα νέας γενιάς που θα βασίζονται στην αποθήκευση υδάτινων πόρων, την εξοικονόμηση και επαναχρησιμοποίηση νερού μέσω υπογειοποίησης αρδευτικών δικτύων, την ψηφιακή παρακολούθηση των καταναλώσεων με συστήματα τηλεμετρίας και αισθητήρων, και τη χρήση κατάλληλων χρηματοδοτικών εργαλείων.
Ρόλο, όμως, στο ζήτημα των έργων διεκδικούν και οι τράπεζες με τον Chief Retail Banking & Wealth Management Officer της Credia Bank Στυλιανό Ηλιάδη, να εκτιμά ότι «μπορούν να παίξουν καθοριστικό ρόλο στη σύμπραξη ιδιωτικού – δημόσιου τομέα», ενώ η Πολιτεία θα πρέπει να εντάξει, όπως υποστήριξε, τη διαχείριση του νερού στις επενδυτικές δαπάνες ή στις επιλέξιμες δαπάνες. Αναφέρθηκε και στη συνεργασία της Credia Bank με το ΑΠΘ όπου πέρα από το εκπαιδευτικό και ερευνητικό κομμάτι, το Ίδρυμα θα μπορεί να αναλάβει και τον ρόλο του Τεχνικού Συμβούλου της τράπεζας σε μελλοντικές συμπράξεις και στους άξονες που αφορούν τη διαχείριση του νερού.















