Της Τέτης Ηγουμενίδη

Τον κώδωνα του κινδύνου για τη βιωσιμότητα της γεωργίας στη Θεσσαλία κρούει η Περιφέρεια, προειδοποιώντας ότι η καθυστέρηση στην ολοκλήρωση των έργων τoυ Αχελώου μπορεί να οδηγήσει σε μείωση του αγροτικού εισοδήματος κατά 25%.

Ο Περιφερειάρχης Θεσσαλίας Δημήτρης Κουρέτας, μιλώντας χθες στα αθηναϊκά μέσα ενημέρωσης, ζήτησε «να αρχίσει συντεταγμένα και χωρίς άλλη καθυστέρηση η σταδιακή εφαρμογή του Σχεδίου Διαχείρισης Υδάτων – ΣΔΛΑΠ Θεσσαλίας, καθώς και το αντίστοιχο της Στερεάς Ελλάδος (ΛΑΠ Αχελώου), ειδικά για το ορεινό τμήμα των Αγράφων το οποίο υπάγεται στην Περιφέρεια Θεσσαλίας, εκεί όπου έχουν επί δεκαπέντε χρόνια εγκαταλειφθεί τα ημιτελή έργα Αχελώου».

Όπως τόνισε, «για ακόμη μια φορά με το εγκεκριμένο από το υπουργείο Περιβάλλοντος ΣΔΛΑΠ επιβεβαιώνεται ότι η μεταφορά 250 εκατ. κ. μ. νερού ετησίως από την λεκάνη Αχελώου αποτελεί τον βασικό πυλώνα ευστάθειας του υδατικού ισοζυγίου της Θεσσαλίας και μονόδρομο για την επιβίωσή της».

Η ολοκλήρωση του φράγματος Συκιάς και της σήραγγας των 17,8 χιλιομέτρων που θα μεταφέρει τα νερά προς τη λεκάνη του Πηνειού, αποτελεί, όπως είπε, «το πρώτο και βασικό έργο του εγκεκριμένου ΣΔΛΑΠ που πρέπει άμεσα να δρομολογηθεί», καθώς τα έργα κινδυνεύουν από κατάρρευση και το ποτάμιο οικοσύστημα παραμένει «μπαζωμένο».

Εκκρεμεί απόφαση του ΣτΕ

Η αγωνία του Περιφερειάρχη εντείνεται ενόψει της εκδίκασης, στις 3 Δεκεμβρίου, της προσφυγής που έχουν καταθέσει η Περιφέρεια Δυτικής Ελλάδας, περιβαλλοντικές οργανώσεις και άλλοι φορείς στο Συμβούλιο της Επικρατείας (ΣτΕ) με την οποία ζητούν την ακύρωση των Σχεδίων Διαχείρισης για τις λεκάνες απορροής των ποταμών Πηνειού και Αχελώου.

Το φράγμα Συκιάς, στο σημείο όπου ο Αχελώος συναντά το ρέμα Κουμπουργιανίτη, στα όρια Καρδίτσας και Άρτας, αποτελεί το βασικό έργο της επίμαχης παρέμβασης. Ξεκίνησε το 1996 και συνδέεται με τη σήραγγα Πευκοφύτου μήκους 18 χλμ., μέσω της οποίας προβλέπεται να μεταφέρεται νερό προς τον κάμπο της Θεσσαλίας. Μέχρι σήμερα έχουν εκτελεστεί εργασίες ύψους 252 εκατ. ευρώ, που αντιστοιχούν στο 60% του έργου, ενώ για την ολοκλήρωσή του απαιτούνται ακόμη περίπου 150 εκατ. ευρώ.

Σύμφωνα με τον κ. Κουρέτα, «μειώνονται δραματικά οι αρδευόμενες εκτάσεις της Θεσσαλίας, ενώ ταυτόχρονα συρρικνώνεται το αγροτικό εισόδημα του μεγαλύτερου και παραγωγικότερου κάμπου της χώρας. Η σημερινή παραγωγική γεωργία βρίσκεται σε κίνδυνο κατάρρευσης από έλλειψη αρδευτικού νερού».

Όπως εξήγησε, οι ξηρικές καλλιέργειες με μέσο κύκλο εργασιών 60-100 ευρώ ανά στρέμμα δεν μπορούν να ανταγωνιστούν τις αρδευόμενες που αποφέρουν περί τα 500 ευρώ. Αν δεν καλυφθεί το υδατικό έλλειμμα, αναμένεται μείωση των αρδευόμενων εκτάσεων κατά ένα εκατομμύριο στρέμματα.

Η απώλεια αυτή, σύμφωνα πάντα με τον Περιφερειάρχη, μεταφράζεται σε πτώση του κύκλου εργασιών κατά 300 – 400 εκατ. ετησίως και μείωση του αγροτικού εισοδήματος κατά 25%. «Και τα διλήμματα πληθαίνουν», σημείωσε, «δεδομένου ότι μια πιθανή άμεση μείωση των αρδευόμενων καλλιεργειών υπέρ των ξηρικών θα επιφέρει ταυτόχρονη μείωση του κύκλου εργασιών κατά 300 – 400 εκατομμύρια ευρώ το χρόνο και σημαντική μείωση του αγροτικού εισοδήματος κατά 25%, κάτι που σήμερα, σε συνδυασμό με τους υδατικούς κινδύνους, αποτελεί καθοριστικό στοιχείο για την παραμονή αυτών των ανθρώπων στον τόπο τους και για την συνέχιση του αγροτικού επαγγέλματος».

Αυτή τη στιγμή, όπως παραδέχθηκε, «plan B» δεν υπάρχει. Εναλλακτικό σχέδιο θα καταρτιστεί μόνο εφόσον το ΣτΕ δεν επιτρέψει τη συνέχιση του φράγματος της Συκιάς. Την ευθύνη θα αναλάβει ο νεοσύστατος Οργανισμός Διαχείρισης Υδάτων Θεσσαλίας (ΟΔΥΘ) – ο πρώτος στη χώρα – που ωστόσο ακόμη δεν έχει καταστεί πλήρως λειτουργικός.

«Είναι σκόπιμο να δοθεί μεγαλύτερη στήριξη στην διοίκησή του και να υπάρξει επιτάχυνση των διαδικασιών λειτουργίας του, ώστε το εγχείρημα να πετύχει και να αποτελέσει το πρότυπο οργανισμού διαχείρισης των υδάτων σε όλη τη χώρα μας», δήλωσε σχετικά ο Περιφερειάρχης.

Σύμφωνα επίσης με την Περιφέρεια, τα διαχρονικά προβλήματα λειψυδρίας οφείλονται στην επί δεκαετίες αναντιστοιχία μεταξύ «ζήτησης» και «προσφοράς» νερού. Το 90% της ζήτησης αφορά τις αρδεύσεις, ενώ τα διαθέσιμα αποθέματα είναι εξαιρετικά περιορισμένα.

Όπως ανέφερε ο καθηγητής του ΕΜΠ Δημήτρης Κουτσογιάννης, «το διαμέρισμα της Θεσσαλίας είναι το πλέον ελλειμματικό της χώρας σε υδάτινους πόρους». Η αλόγιστη εκμετάλλευση των υπόγειων υδροφορέων, με πάνω από 33.000 ενεργές γεωτρήσεις, επιταχύνει – σύμφωνα με τους ειδικούς – τη διαδικασία ερημοποίησης της περιοχής.

Παράλληλα, τα λιγοστά επιφανειακά αποθέματα δεν επαρκούν. Η συμβολή του υδροηλεκτρικού έργου Ν. Πλαστήρα έχει προ πολλού φτάσει στα όριά της, γεγονός που καθιστά αναπόφευκτη την αναζήτηση νέων πηγών ύδατος για τον θεσσαλικό κάμπο.