Καύσωνας στο Βέλγιο
Καύσωνας στο Βέλγιο
Καύσωνας στο ΒέλγιοΠηγή Εικόνας: ΑΠΕ-ΜΠΕ

Η ανάγκη για δροσισμό θα αποτελέσει πηγή ιδιαίτερης πίεσης στη μελλοντική ζήτηση ενέργειας, ενώ μεγαλύτερη αύξηση στη ζήτηση θα καταγραφεί στις νότιες χώρες της ΕΕ, όπως η Ελλάδα, η Ιταλία, η Πορτογαλία και η Ισπανία, σύμφωνα με την έκθεση του Ευρωπαϊκού Οργανισμού Περιβάλλοντος που καταγράφει την πρόοδο όλων των χωρών ως προς τους κλιματικούς στόχους, συμπεριλαμβανομένης και της Ελλάδας.

Η έκθεση σύμφωνα με το Euronews, αναφέρει ότι η Ελλάδα, η Ιταλία, η Πορτογαλία και η Ισπανία θα μπορούσαν να καταναλώσουν μελλοντικά το 71% της συνολικής ετήσιας ενέργειας για ψύξη σε οικιστικά κτίρια στην ΕΕ λόγω της υπερθέρμανσης του πλανήτη.

Τονίζοντας ότι οι «κλιματικοί κίνδυνοι για την ενεργειακή ασφάλεια» που προκύπτουν από την κλιματική αλλαγή «ποικίλουν σε όλη την Ευρώπη», επισημαίνει ότι η νότια Ευρώπη αντιμετωπίζει αυξανόμενους κινδύνους από τη ζέστη, τις ξηρασίες και τη λειψυδρία, ενώ η βόρεια Ευρώπη είναι πιθανό να αντιμετωπίσει τόσο κινδύνους όσο και ευκαιρίες.

Η ψύξη είναι ένας από τους «κύριους κλιματικούς κινδύνους» της Ευρώπης

Η έκθεση του Ευρωπαϊκού Οργανισμού Περιβάλλοντος αναφέρει την αυξημένη ζήτηση για ψύξη ως έναν από τους «κύριους κλιματικούς κινδύνους» για το ευρωπαϊκό ενεργειακό σύστημα.

Προβλέπει ότι η μελλοντική ζήτηση ενέργειας για ψύξη αναμένεται να αυξηθεί περισσότερο στις νότιες χώρες της ΕΕ, όπως η Ελλάδα, η Ιταλία, η Πορτογαλία και η Ισπανία.

Εξετάζοντας τα τελευταία χρόνια, η έκθεση σημειώνει επίσης ότι «η ποσότητα τελικής ενέργειας που χρησιμοποιείται για σκοπούς ψύξης σε κτίρια κατοικιών τριπλασιάστηκε μεταξύ 2010 και 2019» σε 19 ευρωπαϊκές χώρες.

Άλλες πιθανές απειλές για τις χώρες της ΕΕ είναι «η περιφερειακή μείωση του υδροηλεκτρικού δυναμικού λόγω της χαμηλότερης διαθεσιμότητας νερού, η χαμηλότερη απόδοση των θερμοηλεκτρικών σταθμών και της μεταφοράς ηλεκτρικής ενέργειας, καθώς και οι επιπτώσεις ακραίων καιρικών φαινομένων στις ενεργειακές υποδομές».

Σε αυτό το πλαίσιο, ο Ευρωπαϊκός Οργανισμός Περιβάλλοντος εξηγεί ότι αυτοί οι άλλοι κίνδυνοι που σχετίζονται με το κλίμα – όπως οι πλημμύρες, οι καταιγίδες ή οι δασικές πυρκαγιές – «μπορούν να βλάψουν τις υποδομές παραγωγής και μεταφοράς ενέργειας και να διαταράξουν τον ενεργειακό εφοδιασμό».

Για άλλη μια φορά, η νότια Ευρώπη θα μπορούσε να είναι πιο επιρρεπής σε επεισόδια διακοπών ρεύματος, λόγω «παρατεταμένων ξηρασιών που επηρεάζουν τον εφοδιασμό με ηλεκτρική ενέργεια, σε συνδυασμό με καύσωνες που επηρεάζουν την αιχμή της ζήτησης» για ενέργεια.

Σύμφωνα με την έκθεση το 2023 οι ανανεώσιμες πηγές ενέργειας αντιπροσώπευαν το 24,5% της τελικής κατανάλωσης ενέργειας της ΕΕ, αναφέρει η έκθεση. Περιγράφει πώς αυτό το «ρεκόρ όλων των εποχών» επιτεύχθηκε «από τις πολιτικές της ΕΕ για την επιτάχυνση της μετάβασης στην καθαρή ενέργεια», όπως το σχέδιο REPowerEU και το νομοθετικό πακέτο «Fit for 55».

Ωστόσο, αυτό το ποσοστό εξακολουθεί να υπολείπεται κατά πολύ του «ελάχιστου στόχου» που έχει τεθεί σε ευρωπαϊκό επίπεδο – 42,5% έως το 2030 – ο οποίος θα απαιτήσει έναν «ριζικό μετασχηματισμό του ευρωπαϊκού ενεργειακού συστήματος».

Αναφέρει την Πορτογαλία ως «καλό παράδειγμα της προόδου που έχει σημειωθεί στη μετάβαση από τα ορυκτά καύσιμα στις ανανεώσιμες πηγές ενέργειας» και στη διαδικασία απαλλαγής από τις ανθρακούχες εκπομπές.

Οι προκλήσεις για την Ελλάδα εξακολουθούν να υπάρχουν σε όλου τους δείκτες

Σύμφωνα με την αξιολόγηση για την Ελλάδα, η έκθεση αναφέρει ότι οι προκλήσεις εξακολουθούν να υπάρχουν σε όλους τους δείκτες απόδοσης του στόχου βιώσιμης περιβαλλοντικής ανάπτυξης (ΣΒΑ). Η πρόοδος είναι εμφανής σε τομείς όπως το καθαρό νερό, η βιώσιμη ενέργεια, οι πόλεις, η δράση για το κλίμα και η θαλάσσια ζωή. Ωστόσο, η πρόοδος στον ΣΒΑ 12 «Υπεύθυνη κατανάλωση και παραγωγή» παραμένει κάτω από τον μέσο όρο της ΕΕ, αλλά έχει καταγραφεί θετική πρόοδος προς τον στόχο.

«Παρά τις βελτιώσεις, η Ελλάδα παραμένει ευάλωτη σε απειλές που σχετίζονται με το κλίμα, συμπεριλαμβανομένων των καυσώνων, των ξηρασιών, των πλημμυρών και των πυρκαγιών, που επηρεάζουν τις υπηρεσίες οικοσυστήματος» παρατηρεί η έκθεση και προσθέτει ότι «η ενεργειακή βιομηχανία παραμένει μια σημαντική πηγή εκπομπών, αλλά οι εκπομπές CO2 από την παραγωγή ενέργειας προβλέπεται να πλησιάσουν το μηδέν έως το 2035, υποστηρίζοντας την κλιματική ουδετερότητα έως το 2050».

Επίσης, η χώρα έχει επεκτείνει τις προστατευόμενες περιοχές της ώστε να καλύπτουν το 35% της γης της, ενώ πρόσφατα επικύρωσε τη Συμφωνία στο πλαίσιο της Σύμβασης των Ηνωμένων Εθνών για το Δίκαιο της Θάλασσας για τη Διατήρηση και τη Βιώσιμη Χρήση της Θαλάσσιας Βιοποικιλότητας σε Περιοχές πέραν της Εθνικής Δικαιοδοσίας, η οποία εγκρίθηκε στις 19 Ιουνίου 2023. «Η Ελλάδα σχεδιάζει επίσης να δημιουργήσει δύο μεγάλα θαλάσσια προστατευόμενα πάρκα, με στόχο την αύξηση των θαλάσσιων προστατευόμενων περιοχών της από το τρέχον 18,3% στο 30%. Άλλες πρωτοβουλίες, όπως το πλαίσιο για τα βουνά χωρίς δρόμους και ένα εθνικό σχέδιο αναδάσωσης, στοχεύουν στην προστασία της βιοποικιλότητας» τονίζει η έκθεση.

Η ποιότητα του αέρα έχει βελτιωθεί, τηρώντας τις δεσμεύσεις της Εθνικής Οδηγίας για τις Δεσμεύσεις Μείωσης των Εκπομπών για την περίοδο 2020-2029. Απαιτούνται περαιτέρω μειώσεις 2,6% για τις οργανικές ενώσεις εκτός μεθανίου και 2,3% για τα PM2,5 για την επίτευξη των στόχων του 2030. Τα δίκτυα παρακολούθησης επιφανειακών και υπόγειων υδάτων έχουν ενημερωθεί, με το 63,8% των επιφανειακών υδάτων να βρίσκεται σε καλή οικολογική κατάσταση και το 88,6% σε καλή χημική κατάσταση. Η ποιότητα του πόσιμου νερού και του νερού κολύμβησης παραμένει εξαιρετική, ενώ η συλλογή και η επεξεργασία των αστικών λυμάτων συνεχίζουν να βελτιώνονται.

Η Ελλάδα έχει ενημερώσει τα σχέδια διαχείρισης των λεκανών απορροής ποταμών και των κινδύνων πλημμύρας και αναθεωρεί τη νομοθεσία της για τη διαχείριση των γεωργικών υδάτων και την επαναχρησιμοποίηση των αστικών λυμάτων.

Τα ποσοστά κυκλικότητας μειώθηκαν την περίοδο 2020-2021 λόγω της αυξημένης κατανάλωσης υλικών και της χαμηλής υποκατάστασης αποβλήτων. Μεταξύ 2020 και 2021, το ποσοστό κυκλικότητας στην Ελλάδα μειώθηκε λόγω της αυξημένης εγχώριας κατανάλωσης υλικών και της χαμηλής αποδοτικότητας στη διαχείριση αποβλήτων και την υποκατάσταση πρώτων υλών. Για την αντιμετώπιση αυτού του προβλήματος, η Ελλάδα αναθεώρησε το πλαίσιο διαχείρισης αποβλήτων και υιοθέτησε το σχέδιο δράσης για την κυκλική οικονομία (2021-2025) ως εθνική στρατηγική. Επίσης, τέθηκε σε ισχύ το εθνικό πρόγραμμα για την προώθηση της πρόληψης των αποβλήτων (2021-2030), παράλληλα με το τρέχον έργο LIFE-IP CEI-Greece (2019-2027) για την υποστήριξη πρωτοβουλιών κυκλικής οικονομίας και πρόληψης των αποβλήτων.