«Όσο πιο ισχυρές τράπεζες έχουμε, τόσο ακόμα περισσότερο μπορεί να στηριχθεί η πραγματική μας οικονομία» ανέφερε ο υπουργός Εθνικής Οικονομίας και Οικονομικών Κωστής Χατζηδάκης κατά την ενημέρωση των αρμόδιων Επιτροπών της Βουλής σχετικά με το Ταμείο Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας (ΤΧΣ)

Ο κ. Χατζηδάκης, κατά την εισαγωγική του τοποθέτηση, υπογράμμισε επισήμανε ότι « θέλουμε τράπεζες εύρωστες διότι αυτό είναι βασική προϋπόθεση για την στήριξη της ελληνικής οικονομίας, των επιχειρήσεων, για να προχωρήσουμε μπροστά με οικονομική ασφάλεια». Παράλληλα έστειλε το μήνυμα προς τις τράπεζες ότι «κερδοφορία δεν σημαίνει ασυδοσία. Ευρωστία, δεν σημαίνει απληστία. Στήριξη στο τραπεζικό σύστημα δεν σημαίνει αυθαιρεσία. Αποδίδουμε ιδιαίτερη σημασία στον ανταγωνισμό. Αυτό είναι το κλειδί, όχι για το όφελος των μετόχων τους αλλά των καταθετών, των δανειοληπτών και συνολικότερα των πολιτών και των επιχειρήσεων»

 

Επισήμανε ότι « το να θέλει κανείς να μετατρέψει τις τράπεζες σε ζημιογόνες, όπως έγινε την περασμένη δεκαετία, αυτό θα πρέπει να ξέρουμε πως πληρώνεται τελικά από τους πολίτες». Επίσης, ανέφερε ότι «εάν έχουμε εύρωστες τράπεζες θα κλείσει μια ώρα νωρίτερα η εκκρεμότητα με τον αναβαλλόμενο φόρο και την στήριξη που παρασχέθηκε στις τράπεζες την περασμένη δεκαετία». Ακολουθούμε πολιτική, είπε ο υπουργός «πολιτική μακριά από τον λαϊκισμό. Μαγικές συνταγές αποθεραπείας δεν υπάρχουν. Τα τελευταία χρόνια έχει γίνει πολύ μεγάλη πρόοδος»

 

Εστιάζοντας στην κριτική σχετικά με την απόδοση της αποεπένδυσης του δημοσίου από τις συστηματικές τράπεζες, ο υπουργός απέρριψε την ανάλυση των δύο μελετητών του ΚΕΠΕ, έχει εκτιμήσει απώλειες ύψους 40 δι.σ. ευρώ και έχει χρησιμοποιηθεί και από την Αντιπολίτευση στο δημόσιο διάλογο λέγοντας «πως λυπάμαι αλλά αυτή η ανάλυση “βλέπει το δέντρο και χάνει το δάσος”, καθώς αγνοεί στον υπολογισμό κόστους – οφέλους, το όφελος που έχει υπάρξει για το δημόσιο από το PIS, σαν να μην συνέβη, καθώς το δημόσιο κατέβαλε στις τράπεζες πολύ λιγότερα από όσα θα τους είχε καταβάλλει υπό κανονικές συνθήκες για την αγορά ομολόγων» και συμπλήρωσε « υπάρχει κανείς που να πιστεύει πως αυτό είναι πλάσμα της φαντασίας μας ή ότι το δημόσιο είχε οφέλη από το PIS» Δεν μπορούμε, είπε ο κ. Χατζηδάκης, «σε καμία προσέγγιση να αγνοούμε ότι το δημόσιο θα έπρεπε να επιστρέψει στις τράπεζες σχεδόν 60 δισ. ευρώ από αγορά ομολόγων, αλλά λόγω του PSI επέστρεψε περίπου τα μισά» Ειδικότερα, είπε «γι’ αυτό και μόνο τον λόγο το δημόσιο, και μόνο από τις τέσσερις συστηματικές τράπεζες έχει όφελος 28,2 δισ. ευρώ το οποίο αγνοείται παντελώς από τους δύο μελετητές του ΚΕΠΕ, όπως αγνοούνται οι εισπράξεις από το ΚΟΚΟΥΣ κ.λ.π. Παράλληλα παραγνωρίζονται και πολλά βασικά στοιχεία με την ανακεφαλαιοποίηση των τραπεζών όπου χάρη σε αυτή την διαδικασία διασώθηκαν ή όχι οι καταθέσεις των Ελλήνων που ήταν σχεδόν δεκαπλάσιες από το ποσό που κατέβαλε το δημόσιο τότε για να διασώσει τις τράπεζες. Η ανακεφαλαιοποίηση, είπε ο κ. Χατζηδάκης, προστατεύτηκαν ελληνικές επιχειρήσεις και τα νοικοκυριά από συνολικότερη κατάρρευση και πρόσθεσε ότι « το δημόσιο, μετά την ανακεφαλαιοποίηση, εισέπραξε μερίσματα που ήταν κέρδη της Τράπεζας της Ελλάδας».

 

Ο υπουργός, ανέφερε ότι με βάση όσα έχουν ακολουθήσει « το δημόσιο έχει όφελος περίπου 4 δισ. ευρώ». Για τις αποεπενδύσεις των τεσσάρων συστηματικών τραπεζών είπε ο υπουργός «τα αποτελέσματα ήταν ιδιαίτερα θετικά» και δίνοντας αναλυτικά στοιχεία από την διάθεση μετοχών της κάθε τράπεζας είπε ότι « αποδεικνύεται εκ των αποτελεσμάτων ότι η στρατηγική μας ήταν σωστή», «καθώς τώρα η συγκυρία ήταν ευνοϊκή, η αποεπένδυση ήρθε μετά την ανάκτησή της επενδυτικής βαθμίδας, σε περίοδο με υψηλούς ρυθμούς ανάπτυξης και θετικής πορείας των βασικότερων μεγεθών της οικονομίας, άρα υπάρχει ένα ευνοϊκό περιβάλλον που θελήσαμε να εκμεταλλευτούμε». Επίσης, με τον τρόπο αυτό «επιστρέφουμε στην κανονικότητα με το τραπεζικό σύστημα, ώστε να γίνουν πιο ανταγωνιστικές και θελκτικές στις νέες προκλήσεις. Οι δε επιπτώσεις δρουν συνολικά και στέλνουν θετικά μηνύματα τόσο στο εσωτερικό όσο και στο εξωτερικό σε σχέση με την ανάπτυξη , την κεφαλαιαγορά και τις προοπτικές», ενώ δεν μπορεί να αγνοούνται και οι γεωπολιτικές συνθήκες. Εάν όλα αυτά τα αγνοούσαμε, είπε ο κ. Χατζηδάκης τότε «θα ήταν μάλλον μια αδικαιολόγητη επιπολαιότητα. Ένα ρίσκο που δεν χρειαζόταν κανένας να αναλάβει. Με λίγα λόγια, εκμεταλλευτήκαμε τις ευκαιρίες που παρουσιάζονται στο ευρύτερο περιβάλλον. Χρησιμοποιήσαμε το τραπεζικό σύστημα για να ωθήσουμε προς τα πάνω την οικονομία και δεν μείναμε με σταυρωμένα χέρια μέχρι το τέλος του 2025, για να το κάνουμε την τελευταία στιγμή. Αυτό όμως δεν θα ήταν μια στέρεη οικονομική πολιτική αλλά μια πολιτική που θα έδειχνε ερασιτεχνισμό και ελαφρότητα» είπε ο υπουργός.

 

Ο κ. Χατζηδάκης ανέλυσε παράλληλα τους έξι τομείς της κυβερνητικής πολιτικής για τις τράπεζες όπως είναι τα δάνεια από μη τραπεζικά ιδρύματα, το σύστημα IRIS, το αφορολόγητο των εντόκων γραμματίων του δημοσίου, την ανάδειξη του πέμπτου πυλώνα του τραπεζικού συστήματος που θα ενισχύσει τον ανταγωνισμό. Παράλληλα, ο υπουργός αναφέρθηκε και στο Ταμείο Ανάκαμψης και το ΕΣΠΑ σε σχέση με την αύξηση της ρευστότητας που παρέχουν αυτά τα δύο εργαλεία