του Lee Hockstader*

Ενώ 1 εκατομμύριο πρόσφυγες, κυρίως από τους πολέμους στη Μέση Ανατολή, κατευθύνονταν πριν από οκτώ χρόνια προς την Ευρώπη, και κυρίως τη Γερμανία, η τότε καγκελάριος Άγγελα Μέρκελ προσπάθησε να καθησυχάσει τους συμπατριώτες της, διαβεβαιώνοντάς τους ότι μπορεί να χειριστεί την κρίση. Στο τέλος μιας άλλης χρονιάς με προσφυγικές ροές, είναι σαφές ότι η Ευρώπη δεν μπορεί να χειριστεί την κατάσταση.

Σε όλη την ήπειρο, το μεταναστευτικό πυροδοτεί πηχυαίους τίτλους στις εφημερίδες, πολιτική αναταραχή και νέους κανόνες για την αντιμετώπιση των ροών. Έχει συμβάλει επίσης στην ενίσχυση λαϊκιστικών και εξτρεμιστικών κομμάτων σε χώρες όπου κάτι τέτοιο θεωρούνταν μέχρι πρόσφατα αδύνατο.

Καθώς η Ευρώπη ζει μια στροφή στη μεταπολεμική της ταυτότητα -η οποία χαρακτηριζόταν από ανεκτικότητα, πλουραλισμό και συλλογικότητα-, τα λόγια της Μέρκελ ακούγονται κούφια. Και είναι περίεργο ότι η πολιτική τάξη και οι αναλυτές δεν είχαν διακρίνει αυτή την κρίση νωρίτερα.

Ένας λόγος είναι οι δημοσκοπήσεις, όπου το μεταναστευτικό σπανίως βρίσκεται στις πρώτες θέσεις όσων απασχολούν τους πολίτες. Όταν όμως οι δημοσκόποι καταγράφουν δυσαρέσκεια για τις δημόσιες υπηρεσίες, την εκπαίδευση, τη στέγη και την πρόσβαση σε βασικά αγαθά, υποτιμούν την άποψη ότι η μετανάστευση έχει οξύνει αυτά τα προβλήματα.

Το τελευταίο παράδειγμα είναι η Ολλανδία, που βρίσκεται στην 68η θέση ως προς τον πληθυσμό, έχει όμως περισσότερες εμπορικές σχέσεις με τις ΗΠΑ απ’ ό,τι η Γαλλία, η Ιταλία ή η Βραζιλία. Η σταθερότητα που τη χαρακτηρίζει απέκλειε τις εκπλήξεις στις εκλογές του περασμένου μήνα. Όμως η έκπληξη έγινε, και ήταν η νίκη του Γκέερτ Βίλντερς, ο οποίος υποστηρίζει ότι πρέπει να απαγορευτεί το Κοράνι, να κλείσουν οι πόρτες για τους αιτούντες άσυλο και να αποχωρήσει η Ολλανδία από την ΕΕ. Οι Ολλανδοί βέβαια τον ήξεραν, αφού είναι μέλος του Κοινοβουλίου εδώ κι ένα τέταρτο του αιώνα.

Ο Βίλντερς μπορεί να μην τα καταφέρει να σχηματίσει κυβέρνηση, αφού στερείται συμμάχων. Ό,τι κι αν γίνει όμως, η ανησυχία στην Ευρώπη είναι αισθητή, ιδιαίτερα μάλιστα αν ληφθεί υπόψη η άνοδος της Ακροδεξιάς στη Γερμανία, τη Γαλλία, την Αυστρία ή το Βέλγιο, καθώς και η συμμετοχή της Ακροδεξιάς στη διακυβέρνηση χωρών όπως η Ιταλία, η Ουγγαρία, η Φινλανδία, η Σουηδία και η Σλοβακία. Η Ευρώπη αυτή θα ήταν αγνώριστη πριν από πέντε μόλις χρόνια. Και ο κοινός παρονομαστής όλων αυτών των εξελίξεων είναι η αντίδραση στη μετανάστευση.

Σε όλη την ήπειρο, ούτε τα κεντρώα ούτε τα αριστερά κόμματα δεν έχουν βρει απαντήσεις στο μεταναστευτικό ούτε μια μακροπρόθεσμη στρατηγική για την αντιμετώπιση της ανόδου της Ακροδεξιάς. Ακόμη χειρότερα, όταν τα παραδοσιακά κόμματα λαμβάνουν μέτρα που θεωρούν δραστικά, πολλοί ψηφοφόροι μπορεί να τα χαρακτηρίσουν αντιγραφή των προτάσεων της Ακροδεξιάς και να στραφούν προς την τελευταία.

Το ένα παράδοξο είναι αυτό. Το άλλο είναι ότι η Ευρώπη θα εξακολουθήσει να αποτελεί έναν μαγνήτη για τους πρόσφυγες από τη Μέση Ανατολή και την Αφρική, όσα εμπόδια κι αν ορθώσουν οι κυβερνήσεις. Και το τρίτο παράδοξο είναι ότι μεγάλες ευρωπαϊκές χώρες προσπαθούν να αποκλείσουν τους πρόσφυγες την ίδια στιγμή που αντιμετωπίζουν ελλείψεις εργατικής δύναμης στα νοσοκομεία, τα εργοτάξια, τα εστιατόρια ή τα ξενοδοχεία.

(*) O Λι Χοκστέιντερ είναι αρθρογράφος ευρωπαϊκών θεμάτων της Washington Post

Πηγή: Washington Post