Έτος μεγάλων προκλήσεων το 2022 για την αγορά των ταχυκίνητων καταναλωτικών προϊόντων, μετά από δύο έτη αυξημένων αποτελεσμάτων που προηγήθηκαν (2020 και 2021) με την πανδημία του κορονοϊού και τις αγορές πανικού των καταναλωτών να δίνουν μεγάλη ώθηση στις πωλήσεις.

Σύμφωνα με όσα ανέφερε εχθές ο Βάιος Δημοράγκας Διευθύνων Σύμβουλος, Ελλάδα & Βουλγαρία, NielsenIQ κατά τις εργασίες του 12ου Food Retail CEO Forum που διοργάνωσε το περιοδικό σελφ σέρβις, «η εφετινή χρονιά δεν ξεκίνησε άσχημα για την αγορά των ταχυκίνητων προϊόντων (FMCGs)». Συγκεκριμένα, ο Ιανουάριος κατέγραψε μείωση πωλήσεων κατά 3,6%, σε σχέση με τον περυσινό Ιανουάριο, ο Φεβρουάριος μείωση 1,8% ενώ ο Μάρτιος ανάπτυξη 1,2%, καθώς κάποιες κατηγορίες προϊόντων ωφελήθηκαν λόγω των γεωπολιτικών εξελίξεων και των αυξημένων αγορών που πραγματοποιήθηκαν. Σημειώνεται ότι στο πρώτο τρίμηνο του 2022 οι πωλήσεις των σούπερ μάρκετ ανήλθαν στα 2,2 δισ. ευρώ ενώ σε σύγκριση με το πρώτο τρίμηνο του 2019, οπότε και ανήλθαν σε 1,9 δισ. ευρώ, ήταν αυξημένες κατά 14%.

Εστιάζοντας στον πληθωρισμό στα ταχυκίνητα καταναλωτικά προϊόντα, τόνισε ότι από την αρχή της νέας χρονιάς παρατηρείται μια σταδιακή αύξηση της μέσης τιμής πώλησης συνοδευόμενη από μείωση της κατανάλωσης στα επίπεδα του 5% για τους πρώτους δύο μήνες. «Υπάρχει πληθωρισμός στα σούπερ μάρκετ και μάλιστα αυξανόμενος σε κάποιο βαθμό, ελεγχόμενος επίσης» ανέφερε ο κ. Δημοράγκας και πρόσθεσε ότι «οι καταναλωτές το νοιώθουν. Αισθάνονται ότι οι τιμές των προϊόντων αυξάνονται». Αναφορικά με τον τρόπο αντίδρασης των καταναλωτών στη νέα κατάσταση, τόνισε ότι προσαρμόζονται αγοράζοντας τα απαραίτητα, προϊόντα σε προώθηση, στρέφονται σε φθηνότερες μάρκες ενώ χρησιμοποιούν και λίστα αγορών. Σε αυτό το πλαίσιο τα προϊόντα ιδιωτικής ετικέτας ανακάμπτουν και γίνονται πόλος έλξης για τους καταναλωτές.

Σε ό,τι αφορά στις τιμές, ο κ. Δημοράγκας υπογράμμισε ότι «η τιμολογιακή πολιτική είναι μείζον ζήτημα για όλους. Είναι μια συζήτηση η πιο φλέγουσα αυτή τη στιγμή, τόσο για το παρόν όσο και για το άμεσο μέλλον. Αρκετοί προμηθευτές και λιανέμποροι έως τώρα έχουν τηρήσει στάση αναμονής έχουν συγκρατηθεί σε ένα βαθμό όσον αφορά στις αυξήσεις που έχουν περάσει στα προϊόντα, αλλά από εδώ και πέρα το ερώτημα δεν είναι αν θα έχουμε περαιτέρω αυξήσεις αλλά πόσο».

Πρόσθεσε επίσης: «Ο πληθωρισμός στα ταχυκίνητα είναι εδώ αλλά σε ένα βαθμό ως τώρα είναι ελεγχόμενος. Δεν τον έχουμε δει στο απόλυτό του. Οι καταναλωτές νοιώθουν αυτόν τον πληθωρισμό που τους πιέζει, δεν είναι όμως η στιγμή για πανικό» Πρόσθεσε επίσης: «περιμέναμε μια πτώση της κατανάλωσης στο πρώτο τρίμηνο του 2022, έχοντας υπόψη το λοκντάουν του 2021 και τις αγορές πανικού, είναι όμως η κατάλληλα στιγμή για προσεκτικές, ψύχραιμες και ενημερωμένες σκέψεις και αποφάσεις όσον αφορά στην τιμολογιακή πολιτική».

Αλλαγή του καταναλωτικού μοντέλου

Στις ταχύτατες αλλαγές που έρχονται στην αγορά με βάση τις αλλαγές στην καταναλωτική συμπεριφορά αναφέρθηκε η Δήμητρα Κατσίπη, εμπορική διευθύντρια της εταιρείας ερευνών IRI Hellas.

Όπως τόνισε, οι καταναλωτές προσαρμόζονται στη νέα κατάσταση αγοράζοντας μικρότερες συσκευασίες, αλλάζουν την συχνότητα επίσκεψης, τις ώρες αλλά και τα καταστήματα. Ψάχνουν την αξία, την τιμή και αναζητούν προϊόντα επώνυμα αλλά και ιδιωτικής ετικέτας.

Από τις μεγαλύτερες αλλαγές που έχουν εντοπιστεί από την αρχή της φετινής χρονιάς, σύμφωνα με την κ. Κατσίπη είναι η στροφή των καταναλωτών στα προϊόντα ιδιωτικής ετικέτας. Συγκεκριμένα, στο πρώτο δίμηνο το μερίδιό τους αυξήθηκε κατά 1,7 ποσοστιαίες μονάδες, φτάνοντας στο 15,7%, σημαντικά χαμηλότερο από το 2014 όπου είχε ανέλθει στο 19%.

Σύμφωνα με την ίδια υπάρχει μία μεγάλη δεξαμενή καταναλωτών που θα μπορούσε να δώσει στο οργανωμένο λιανεμπόριο μία νέα ώθηση μέσω της ιδιωτικής ετικέτας. Σύμφωνα με έρευνα, ποσοστό 25% των καταναλωτών δηλώνουν απόλυτα πιστοί στο επώνυμο προϊόν και αντίστοιχα 25% στην ιδιωτική ετικέτα. «Το υπόλοιπο 50% είναι μία δεξαμενή. Και σε αυτό είναι περισσότερο καταναλωτές της μεσαίας τάξης», σημείωσε η κ. Κατσίπη.

Εξάλλου, την μεγάλη ευκαιρία για ανάπτυξη προϊόντων ιδιωτικής ετικέτας λόγω του οικονομικού περιβάλλοντος δείχνει πρόσφατη έρευνα που πραγματοποίησε το Ινστιτούτο Έρευνας Λιανεμπορίου Καταναλωτικών Αγαθών (ΙΕΛΚΑ) με δείγμα 2.000 καταναλωτές από όλη την Ελλάδα δείχνουν.

Η έρευνα έδειξε ότι συγκριτικά με το 2020, το 2021 πολλοί περισσότεροι καταναλωτές θεωρούν ότι τα προϊόντα ιδιωτικής ετικέτας παρέχουν καλύτερη σχέση ποιότητας τιμής, σε ποσοστό 50% έναντι 38% το προηγούμενο έτος. Το ποσοστό των καταναλωτών που θεωρεί τα προϊόντα ιδιωτικής ετικέτας φθηνότερα από τα επώνυμα παραμένει αμετάβλητο το 2021 σε σχέση με το 2020 σε ποσοστό 65%, κάτι που δείχνει ότι πρακτικά δεν άλλαξε η εικόνα που έχει το αγοραστικό κοινό για την συγκριτική τιμή των προϊόντων αυτών, αλλά με βάση την χρονική εξέλιξη των τιμών, πλέον τα προϊόντα ιδιωτικής ετικέτας ανταποκρίνονται ως σχέση ποιότητας τιμής καλύτερα σε σχέση με το προηγούμενο έτος.

Ίδια είναι και η εικόνα σε σχέση με την ελληνικότητα των προϊόντων ιδιωτικής ετικέτας με το ποσοστό των καταναλωτών που δηλώνουν ότι αυτά τα προϊόντα είναι πιο «ελληνικά» να αυξάνεται λίγο από 47% σε 49%.

‘Αλλωστε το 2019-2020 αποτελούσε μια περίοδο κατά την οποία τα ποιοτικά κριτήρια κυριαρχούσαν στο σκεπτικό του κοινού. Το 2019 το 37% των αγοραστών δήλωναν ότι αγόραζαν με βασικό κριτήριο την ποιότητα έναντι 31% με βάση τη χρηματική δαπάνη. Δύο χρόνια μετά η εικόνα έχει αναστραφεί με το 39% να δηλώνει ότι αγοράζει με βάση τη χρηματική δαπάνη και το 29% με βάση τα ποιοτικά κριτήρια.

Σημειώνεται ότι παραδοσιακά το μερίδιο των προϊόντων ιδιωτικής ετικέτας επί των πωλήσεων παραμένει συγκριτικά αρκετά χαμηλότερα από τις αγορές της Δυτικής Ευρώπης, με τα ποσοστά να κινούνται την τελευταία δεκαετία στην περιοχή του 25%-30% στην Ελλάδα έναντι 40-45% στη Δυτική Ευρώπη.