Τα επτά τελευταία χρόνια από το 2015 έως το 2021 ήταν “καθαρά” τα πιο ζεστά που έχουν καταγραφεί ποτέ, επιβεβαιώνοντας την πρόοδο της κλιματικής υπερθέρμανσης, με συγκεντρώσεις ρεκόρ αερίων του θερμοκηπίου, ανακοίνωσε σήμερα η ευρωπαϊκή υπηρεσία παρατήρησης της Γης Copernicus.

Μπορεί το 2021 να μην ήταν “παρά” η πέμπτη πιο ζεστή χρονιά που καταγράφηκε ποτέ, ‘υπέστη’ όμως τα ολέθρια αποτελέσματα της κλιματικής αλλαγής: ασυνήθιστοι και φονικοί καύσωνες στη Βόρεια Αμερική και στη Νότια Ευρώπη, καταστροφικές πυρκαγιές στον Καναδά ή στη Σιβηρία, εντυπωσιακό κύμα ψύχους στο κέντρο των Ηνωμένων Πολιτειών ή ακραία πλημμυρικά φαινόμενα στην Κίνα και στη Δυτική Ευρώπη.

Το 2021 καταγράφηκε, σύμφωνα με το Copernicus, θερμοκρασία κατά μέσο όρο άνω του 1,1-1,2 βαθμού Κελσίου σε σχέση με την προβιομηχανική εποχή (1850-1900), περίοδος αναφοράς για τη μέτρηση της υπερθέρμανσης που προκαλούν οι εκπομπές αερίου του θερμοκηπίου που οφείλονται στην ανθρώπινη δραστηριότητα.

Ο στόχος της συμφωνίας του Παρισιού το 2015, να περιοριστεί η υπερθέρμανση “καθαρά” κάτω από τους +2 βαθμούς Κελσίου και ει δυνατόν στον +1,5 βαθμό Κελσίου, είναι ως εκ τούτου επικίνδυνα κοντά.

Σε ετήσιο μέσο όρο, το 2021 κατατάσσεται ελαφρώς μπροστά από το 2015 και το 2018, με το 2016 να παραμένει το πιο ζεστό έτος.

Και τα επτά τελευταία χρόνια “‘ήταν τα πιο ζεστά που έχουν καταγραφεί ποτέ, με διαφορά”, αναφέρει ο ευρωπαϊκός οργανισμός.

“Πρόκειται για μια σκληρή υπενθύμιση της ανάγκης να αλλάξουμε, να λάβουμε αποτελεσματικά και αποφασιστικά μέτρα για να μεταβούμε προς μια βιώσιμη κοινωνία και να εργαστούμε για να μειώσουμε τις εκπομπές άνθρακα”, υπογράμμισε ο Κάρλο Μπουοντέμπο, διευθυντής της υπηρεσίας κλιματικής αλλαγής του Copernicus.

Γιατί η υπηρεσία μέτρησε το 2021 νέες συγκεντρώσεις ρεκόρ στην ατμόσφαιρα αεριων του θερμοκηπίου που παράγονται από την ανθρώπινη δραστηριότητα και ευθύνονται για την υπερθέρμανση.

Το διοξείδιο του άνθρακα (CO2), μακράν ο πρώτος υπεύθυνος για την υπερθέρμανση που προέρχεται κυρίως από την καύση ορυκτών υλών και την παραγωγή τσιμέντου, έφθασε το επίπεδο ρεκόρ των 414, 3 ppm (μέρη ανά εκατομμύριο), σύμφωνα με τα “προκαταρκτικά” στοιχεία του Copernicus.

 

“Καρφί πάνω στο φέρετρο”

Για το 2020, παρά την επιβράδυνση της δραστηριότητας λόγω της πανδημίας, ο Παγκόσμιος Μετεωρολογικός Οργανισμός (OMM, μια υπηρεσία του ΟΗΕ), είχε μετρήσει αυτή τη συγκέντρωση στα 413,2 ppm, δηλ. 149% πιο πάνω από το επίπεδο της προβιομηχανικής εποχής.

Η Copernicus ιχνηλατεί επίσης τις απορρίψεις μεθανίου, ενός αερίου του θερμκηπίου που είναι ακόμη πιο ισχυρό από το διοξείδιο του άνθρακα, αλλά παραμένει λιγότερο στην ατμόσφαιρα, περίπου το 60% του οποίου έχει προέλευση τον άνθρωπο (εκτροφή μηρυκαστικών, καλλιέργεια ριζιού, απόβλητα, με τα υπόλοιπα να προέρχονται από φυσικές πηγές όπως τυρφώνες).

Συνέχισαν επίσης “να αυξάνονται το 2021 (…) φθάνοντας έναν μέγιστο μέσο όρο χωρίς προηγούμενο”, σύμφωνα με την ευρωπαϊκή υπηρεσία, που υπογραμμίζει ωστόσο πως η προέλευση της αύξησης αυτής “δεν είναι πλήρως κατανοητή”.

Κατά τη διάσκεψη του ΟΗΕ για το κλίμα COP26, που διεξήχθη τον Νοέμβριο, περίπου 100 χώρες εντάχθηκαν σε μια “πρωτοβουλία” για τη μείωση κατά 30% των εκπομπών μεθανίου. Στόχος που θα μπορούσε, εφόσον τηρηθεί, να καταστήσει πιο ρεαλιστικό το σύνθημα που ακούστηκε στη διάσκεψη της Γλασκόβης να “διατηρηθεί στη ζωή (ο στόχος του) 1,5 βαθμού”.

Οι δεσμεύσεις για μείωση των εκπομπών που ανέλαβαν διάφορες χώρες, συνυπολογίζοντας εκείνες που ανακοινώθηκαν με την ευκαιρία της COP26, οδηγούν σε μια τροχιά υπερθέρμανσης 2,7 βαθμών Κελσίου, επίπεδο που χαρακτηρίζεται “καταστροφικό” από τον ΟΗΕ.

Με την ευκαιρία της COP26, ο OMM είχε ήδη ανακοινώσει πως τα τελευταία επτά χρόνια από το 2015 θα ήταν πιθανόν τα πιο ζεστά που έχουν καταγραφεί ποτέ, προειδοποιώντας πως το παγκόσμιο κλίμα εισέρχεται εξαιτίας αυτού του γεγονότος σε “άγνωστο έδαφος”.

“Είναι μια νέα προειδοποίηση για το τι κάνουμε στον πλανήτη μας και έχουμε απελπιστικά ανάγκη από αληθινές πράξεις προκειμένου να καταφέρουμε να μειώσουμε τις εκπομπές”, δήλωσε σήμερα ο σερ Μπράιαν Χόσκινς, διευθυντής του Grantham Institute για την κλιματική αλλαγή του Imperial College του Λονδίνου, υπογραμμίζοντας πως “γίνεται δύσκολο να πούμε κάτι καινούριο κάθε φορά που βλέπουμε άλλο ένα καρφί να καρφώνεται στο φέρετρο του πλανήτη”.