Γιώργος Γεραπετρίτης
Γιώργος Γεραπετρίτης
Γιώργος Γεραπετρίτης
Γιώργος Γεραπετρίτης
Πηγή Εικόνας: ΑΠΕ-ΜΠΕ

“Στον πολιτικό λόγο πάντοτε θα ακούγονται υπερβολές”, τόνισε ο κ. Γεραπετρίτης ,στην εκπομπή «Από τις Έξι» της ΕΡΤ1,σε ερώτηση σχετικά με το κλίμα έντασης μέσα στο οποίο συζητείται το νομοσχέδιο για τα εργασιακά. “την προκειμένη όμως περίπτωση του εργασιακού νομοσχεδίου αισθάνομαι ότι πραγματικά έχουμε ξεφύγει από το μέτρο”.

Επεσήμανε μάλιστα αναλυτικά ότι στη σημερινή κατάσταση την οποία εκ των πραγμάτων δεν μπορεί κανείς να αμφισβητήσει «έχουμε απλήρωτες υπερωρίες, υποδηλωμένη εργασία, εργοδοτικούς καταναγκασμούς, έχουμε μεγάλες υπερβολές σε ό,τι αφορά τις συνδικαλιστικές καταχρήσεις». Η κυβέρνηση, όπως είπε, φέρνει ένα νομοσχέδιο «το οποίο στο 90%, δε θα πω στο 99%, αποτελεί αδιαμφισβήτητες εγγυήσεις υπέρ των εργαζομένων. Ποιες είναι οι εγγυήσεις αυτές: έχουμε πρώτα απ’ όλα εργοδοτικό έλεγχο. Για πρώτη φορά στην Ελλάδα ψηφιακή κάρτα εργασίας έτσι ώστε να μπορεί να ελέγχεται η εργασία. Να μη μπορεί πλέον δηλαδή ο εργοδότης να καταναγκάζει υποδηλωμένα τον εργαζόμενο να δουλεύει. ‘Αρα αυτό θα ελέγχεται σε πραγματικό χρόνο μέσω της Εργάνης για να μην έχουμε τέτοιου τύπου φαινόμενα». Πρόσθεσε ότι θα γίνεται ενισχυμένος έλεγχος και από το Σώμα Επιθεωρητών Εργασίας το οποίο αποκτά αυτοδυναμία έτσι ώστε να μπορεί να ασκεί τη δική του πολιτική.

Συνεχίζοντας επεσήμανε πως «έχουμε κατοχύρωση δικαιωμάτων εργαζομένων. Ποιος αλήθεια διαφωνεί στο να έχουμε άδεια πατρότητας που δεν είχαμε ποτέ, προστασία από απόλυση του νέου πατέρα; Ποιος αμφιβάλλει ότι είναι σωστό να εξομοιώνονται οι εργατοτεχνίτες με τους κοινούς εργαζομένους που δεν προστατεύονταν ποτέ; Ή επίσης τα παιδιά τα οποία δούλευαν στις ηλεκτρονικές πλατφόρμες ή οι φροντιστές; Ποιος αμφιβάλλει ότι είναι ένα πολύ σπουδαίο δικαίωμα του πολίτη, του εργαζόμενου, όταν δεν εργάζεται να μπορεί να αποσυνδέεται από την εργασία του; Που είναι το πιο βασικό στοιχείο αλλοτρίωσης. Εγώ όταν δεν εργάζομαι δεν θέλω να είμαι διαθέσιμος μέσω του τηλεφώνου ή μέσω του e mail. Για πρώτη φορά κατοχυρώνεται αυτό. Έχουμε προστασία από τη βία και την παρενόχληση. Εισάγεται καθυστερημένα η Σύμβαση του Διεθνούς Γραφείου Εργασίας, που προστατεύει από κάθε μορφή εργοδοτικής βίας. Αλήθεια, υπάρχει κάποιος που διαφωνεί σ’ αυτό», διερωτήθηκε ο κ. Γεραπετρίτης.

Υπογράμμισε τη σημασία της ενίσχυσης και της αυτοδυναμίας του Σώματος Επιθεώρησης Εργασίας που καθίσταται εντελώς ανεξάρτητο ώστε να χαράσσει την πολιτική των ελέγχων. «Δεν λογοδοτεί στην κυβέρνηση και δεν θα μπορεί να υπάρχει κανενός είδους πελατειακή συναλλαγή, θα λειτουργούν όλα τα μέλη ως αδιάφθοροι, θα βρίσκονται μέσα στην καρδιά της εργασίας και για πρώτη φορά με ηλεκτρονικά μέσα, σε πραγματικό χρόνο ελέγχονται όλες οι εργοδοτικές καταχρήσεις».

Περνώντας στα δύο ζητήματα που έχουν προκαλέσει την ένταση είπε: «το πρώτο έχει να κάνει με τη διευθέτηση του χρόνου εργασίας και το δεύτερο με το συνδικαλισμό».

Αναφορικά με το δεύτερο ο κ. Γεραπετρίτης τόνισε πως «υπάρχει συνήθως μία συνδικαλιστική μειοψηφία η οποία καθορίζει τις τύχες του συνόλου του σώματος των εργαζομένων. Διαφωνούμε πραγματικά με το να υπάρχει μητρώο στο οποίο να εγγράφονται οι συνδικαλιστικοί φορείς έτσι ώστε να μη λειτουργούν άναρχα ή με το δίνεται η δυνατότητα ηλεκτρονικής ψηφοφορίας έτσι ώστε να μη λαμβάνονται οι αποφάσεις από μία ελάχιστη μειοψηφία αλλά να υπάρχει ευρεία αντιπροσώπευση στις αποφάσεις;». Πρόσθεσε ακόμη ότι σε όσα καινούργια εισάγονται είναι να μην υπάρχει και η δυνατότητα να επαναπροκηρυχθεί μία απεργία η οποία έχει κηρυχθεί παράνομη καθώς και ότι εισάγεται ένας όρος ελάχιστης εγγυημένης υπηρεσίας στις υπηρεσίες γενικού συμφέροντος π.χ. στις μεταφορές. Κατά τη συνήθη φορά των πραγμάτων, το ένα τρίτο των εργαζομένων, ώστε να μην έχουμε πλήρη παράλυση της κοινωνίας και της αγοράς επειδή αποφασίζουν να απεργήσουν ένας ελάχιστος αριθμός συνδικαλιστών. «Θα πρέπει να διασφαλίζεται απολύτως και οι κοινωνική συνέχεια όταν δεν υπάρχει μεγάλης κλίμακας απεργία», τόνισε.

Όσον αφορά το θέμα της διευθέτησης του χρόνου είπε ότι «με πρωτοβουλία του εργαζόμενου και μόνο με τη συναίνεσή του είναι δυνατόν να καθορίζεται ένα διαφορετικό πλαίσιο σε ό,τι αφορά το ωράριο της απασχόλησής του. Δεν είναι ο εργοδότης ο οποίος το προτείνει. Είναι ο εργαζόμενος και είναι ο εργαζόμενος επειδή θα θελήσει ενδεχομένως ο ίδιος για λόγους προσωπικούς, οικογενειακούς, για οποιοδήποτε λόγο, να διαμορφώσει ένα διαφορετικό πλαίσιο εργασίας. Δεν επηρεάζεται ούτε ο τρόπος της αμοιβής, όπως εντελώς εσφαλμένα δίδεται προς τα έξω, ούτε επηρεάζεται ο συνολικός χρόνος εργασίας. Ούτως ή άλλως δεν θα μπορέσουμε να παρεκκλίνουμε και από το 8ωρο και από τις 40 ώρες εβδομαδιαίως», τόνισε.

Ως προς τη ρεαλιστική εφαρμογή όσων προβλέπονται ο υπουργός Επικρατείας είπε πως ο εργαζόμενος, είναι αυτό που προτείνει και από την πλευρά του το Κράτος, αναλαμβάνει διά των ανεξάρτητων οργάνων τον πλήρη έλεγχο. «Εμείς αναλαμβάνουμε ότι θα υπάρχει ένας πλήρης ψηφιακός έλεγχος έτσι ώστε ούτε καταναγκασμός να υπάρχει από τον εργοδότη, ούτε να υπάρχει έστω και μία ώρα παραπάνω την οποία ο ίδιος ο εργαζόμενος δεν θα τη θελήσει. Σ’ ένα πράγματι άναρχο εργασιακό τοπίο εμείς ερχόμαστε επιτέλους και βάζουμε μία τάξη». Πρόσθεσε μάλιστα ότι στο μεγαλύτερο ποσοστό τους πρόκειται για ρυθμίσεις που ισχύουν σε όλα τα ευρωπαϊκά κράτη.

Για την υποχρεωτικότητα των εμβολίων και τις διευκολύνσεις

Ο κ. Γεραπετρίτης εξήγησε ότι πρόκειται για μία συζήτηση που γίνεται σε όλα τα ευρωπαϊκά κράτη και σε όλο τον κόσμο. Αναζητείται ο τρόπος με τον οποίο θα υπάρξει μία σταδιακή απελευθέρωση της δραστηριότητας για εκείνους οι οποίοι έχουν εμβολιαστεί. Και όπως τόνισε, είναι απολύτως λογικό αφού είναι διαφορετικό το επίπεδο κινδύνου.

Το κομμάτι που αφορά στις διευκολύνσεις εξήγησε πως αφορά τη σταδιακή αποκατάσταση της πλήρους ελευθερίας στην κίνηση και τη δράση όσων έχουν εμβολιαστεί ενώ είναι μια ξεχωριστή κουβέντα που αφορά την υποχρεωτικότητα των εμβολίων. Όπως είπε για τα ζητήματα αυτά θα υπάρξει τις αμέσως επόμενες μέρες δημοσιοποίηση της έκθεσης από την Εθνική Επιτροπή Βιοηθικής και Τεχνοηθικής που θα θέτει το πλαίσιο για την αντιμετώπισή τους και συν τω χρόνω θα είμαστε έτοιμοι για να εισάγουμε τη σχετική ρύθμιση. Κλείνοντας είπε πως θα περιλαμβάνει αφενός ορισμένες δυνατότητες οι οποίες θα επιφυλάσσονται χωρίς γραφειοκρατία, χωρίς μεγαλύτερη πίεση σε εκείνους που έχουν εμβολιαστεί (ήδη σε έναν βαθμό συμβαίνει αυτό όπως π.χ. στα ταξίδια σε νησί), μπορεί να αφορά τη χρήση της μάσκας κλπ. Αφετέρου για την υποχρεωτικότητα είπε πως είναι προφανές ότι οι υπηρεσίες εκείνες που αποτελούν στην πραγματικότητα πηγή για την τυχόν μετάδοση σε ευάλωτες κατηγορίες όπως οι υγειονομικές μονάδες ή οι μονάδες φροντίδας ηλικιωμένων θα πρέπει να είναι πολύ πιο προστατευμένες από τις γενικές υποδομές.

Για τις επαφές του πρωθυπουργού στις Βρυξέλλες

Όσον αφορά το ταξίδι του πρωθυπουργού στις Βρυξέλλες και το αν κρατά μεγάλο καλάθι για την επικείμενη συνάντηση του κ. Μητσοτάκη με τον Τούρκο Πρόεδρο, ο κ. Γεραπετρίτης σχολίασε: «πήρε τις αποσκευές του για την ημέρα και πήρε κι ένα πολύ ισχυρό διπλωματικό χαρτοφυλάκιο, το οποίο έχουμε χτίσει αυτή τη διετία. Η Ελλάδα αυτή τη στιγμή βρίσκεται στην ισχυρότερη διπλωματική θέση που έχει βρεθεί στη Μεταπολίτευση, με πολύ ισχυρές πολυμερείς διπλωματικές σχέσεις και συμφωνίες, με ερείσματα όχι μόνο στην ΕΕ και υπερατλαντικά αλλά και περιφερειακά εκεί που παραδοσιακά ήμασταν διπλωματικά αδύναμοι. Νομίζω ότι αυτή τη στιγμή είμαστε ένας πολύ ισχυρός πόλος. Αντιλαμβανόμαστε ότι υπάρχει μία αντικειμενική γεωγραφία την οποία θα πρέπει να υποστηρίξουμε, είμαστε γείτονες με την Τουρκία και στο μέτρο που οι κανόνες καλής γειτονίας το επιβάλλουν θα πρέπει να συζητάμε». Υπογράμμισε επίσης τη σημασία της επανέναρξης των διευρευνητικών επαφών μετά από πέντε χρόνια αλλά και του ότι οι αρχηγοί των κυβερνήσεων θα βρεθούν στο ίδιο τραπέζι για να συζητήσουν. «Είναι πολύ σημαντικό και το γεγονός ότι μπορούμε να μιλάμε με ειλικρίνεια για τα θέματα τα οποία διαφωνούμε», είπε επίσης τονίζοντας πως θα πρέπει να εξαντλήσουμε κάθε δυνατότητα για να μπορέσουμε να βρούμε ένα modus vivendi, υπό την προϋπόθεση του πλήρους σεβασμού του διεθνούς δικαίου και της αποφυγής εχθροπαθών πράξεων και ρητορίας ώστε να εδραιωθούν σχέσεις εμπιστοσύνης.