Πηγή Εικόνας: ΑΠΕ-ΜΠΕ

Η κατανάλωση φυσικού αέριου βρέθηκε στην κορυφή τη χρονιά που πέρασε, ξεπερνώντας  τον παραδοσιακό λιγνίτη στην παραγωγή ρεύματος.

Ο ΔΕΣΦΑ, ως διαχειριστής του συστήματος φυσικού αερίου, σε ανακοίνωσή του αναφέρει ότι η εγχώρια κατανάλωση ανήλθε στα 4,9 δις. κυβικά μέτρα ή 57,4 εκ. Μεγαβατώρες (MWh) με τα 2,6 δις. κυβικά μέτρα ή 31,4 εκ. Μεγαβατώρες να είναι αεριοποιημένες ποσότητες από τις εγκαταστάσεις της Ρεβυθούσας.

Ουσιαστικά, το 47,6% του φυσικού αερίου προήλθε από εισαγωγές φορτίων LNG, τα οποία, τη χρονιά που πέρασε, κατέρριψαν, επίσης, κάθε ρεκόρ, καθώς αυξήθηκαν κατά 190% σε σύγκριση με το 2018.

Τα δεξαμενόπλοια που εκφόρτωσαν στις δεξαμενές της Ρεβυθούσας, ανήλθαν στα 50 από 24 το 2018 και, μόλις 14 το 2014. Αξίζει, δε, να σημειωθεί πως οι δυνατότητες αεριοποίησης του Σταθμού αυξήθηκαν σημαντικά, κατά 73%, χάρη και στα μεγάλα έργα αναβάθμισης του Τερματικού Σταθμού της Ρεβυθούσας, με μεγαλύτερο εκείνο της κατασκευής της 3 της δεξαμενής.

Σύμφωνα με τα στοιχεία του ΔΕΣΦΑ, οι ποσότητες αεριοποίησης για το 2019 πενταπλασιάστηκαν σε σχέση με το 2014.

Η Ελλάδα έχει τρία σημεία εισόδου για το φυσικό αέριο: ένα στα ελληνοτουρκικά σύνορα στους Κήπους, ένα στα ελληνοβουλγαρικά σύνορα κοντά στο Σιδηρόκαστρο και ένα στον τερματικό σταθμό LNG της Ρεβυθούσας (σημείο εισόδου Αγ. Τριάδα).

Το 2019, το 53% του φυσικού αερίου εισήχθη μέσω των δύο κύριων σημείων εισόδου του ΕΣΦΑ από τη Βουλγαρία (2,2 δις. κ.μ) και από την Τουρκία (0,7 δις. κ.μ), ενώ το 47% εισήχθη μέσω του τερματικού σταθμού LNG της Ρεβυθούσας. Οι υποδομές του ΔΕΣΦΑ συνέβαλαν ουσιαστικά στη διαφοροποίηση των πηγών προμήθειας του φυσικού αερίου και στην ασφάλεια εφοδιασμού.

Η απελευθέρωση της αγοράς ενέργειας και του καθεστώτος πρόσβασης τρίτων (TPA), βάσει του οποίου λειτουργεί ο ΔΕΣΦΑ, ενισχύει τον ανταγωνισμό τιμών. Η πρόσβαση τρίτων (TPA) διέπεται από τις διατάξεις της Ευρωπαϊκής Ένωσης και της εθνικής νομοθεσίας και σημαίνει ανοιχτή πρόσβαση σε οποιοδήποτε ενδιαφερόμενο μέρος, σύμφωνα με τις διατάξεις του Κώδικα Διαχείρισης του ΕΣΦΑ.

Οι ηλεκτροπαραγωγοί κατανάλωσαν τις μεγαλύτερες ποσότητες, καλύπτοντας το 65% της ζήτησης κι ακολούθησαν οι οικιακοί καταναλωτές κι οι επιχειρήσεις μέσα από τα δίκτυα διανομής, καταναλώνοντας το 20%, ενώ το 15% ζητήθηκε από τις εγχώριες βιομηχανίες.

Το LNG, λόγω και των χαμηλότερων τιμών σε σχέση με το αέριο των αγωγών, κυριάρχησε στην εγχώρια κατανάλωση. Αξίζει να αναφερθεί, σύμφωνα πάντα με τα στοιχεία του ΔΕΣΦΑ, ότι τα δεξαμενόπλοια, που εκφόρτωσαν στη Ρεβυθούσα, μετέφεραν φορτία από 10 διαφορετικές χώρες παραγωγούς LNG.

Η Αλγερία διατηρεί κυριαρχική θέση στις ποσότητες LNG που εισήχθησαν στη χώρα με ποσοστό 20%, με τη Νορβηγία και το Κατάρ να ακολουθούν με 19% και 18%, αντίστοιχα. Σημαντική θέση κατέχουν, επίσης, η Νιγηρία (16%), η Αίγυπτος (9%), οι ΗΠΑ (8%) και ακολουθούν οι Αγκόλα, Γαλλία και Ολλανδία(από 3%) και το Τρινιντάντ (1%).

Καύσιμο γεφυρα το φυσικό αέριο:

Το φυσικό αέριο είναι το μόνο καύσιμο-γέφυρα για μια βιώσιμη ενεργειακή μετάβαση. Η τοπική αγορά αναπτύσσεται έντονα, παρέχοντας συγκεκριμένα περιβαλλοντικά οφέλη, εξετάζοντας τη χρήση φυσικού αερίου σε νέους τομείς της αγοράς, όπως ο τομέας των μεταφορών, μειώνοντας τις εκπομπές αερίων του θερμοκηπίου και ατμοσφαιρικών ρύπων.

Και στη ναυτιλία το φυσικό αέριο

Ένα εξαιρετικό παράδειγμα τέτοιων πλεονεκτημάτων είναι η χρήση φυσικού αερίου στον ναυτιλιακό τομέα. Το ναυτιλιακό LNG μειώνει έως και 20% τις εκπομπές διοξειδίου του άνθρακα (CO 2 ), σε σύγκριση με τα καύσιμα που έχουν ως βάση το πετρέλαιο, κατά τη διάρκεια του κύκλου Well-to-Wake και βελτιώνει την ποιότητα του αέρα σε αστικές περιοχές και λιμάνια. Οι εκπομπές οξειδίων του θείου (SO x ) και αιωρούμενων σωματιδίων (PM) ουσιαστικά εξαλείφονται, ενώ τα οξείδια του αζώτου (ΝΟ x )μειώνονται έως και 90% σε σύγκριση με το βαρύ μαζούτ. Σε ορίζοντα δεκαετίας, η τροφοδοσία πλοίων με LNG (LNG bunkering) θα μπορούσε να οδηγήσει στη μείωση περίπου 250 ktons CO 2 , σε σύγκριση με το ναυτιλιακό πετρέλαιο, υποθέτοντας ότι για το έτος 2030 απαιτείται ζήτηση 650 Mcm.

Όταν αναφερόμαστε στον όρο “G-Mobility” και, λαμβάνοντας υπόψη έναν ορίζοντα δεκαετίας, η υιοθέτηση του φυσικού αερίου ως καυσίμου για τα μεσαία και βαρέα εμπορικά οχήματα (Medium & Heavy Commercial Vehicle) θα μπορούσε να οδηγήσει στη μείωση των εκπομπών CO 2 έως και135 ktons, υποθέτοντας ότι για το έτος 2030 θα απαιτείται ζήτηση 345Mcm. Η μείωση των οξειδίων του αζώτου (SOx) εκτιμάται σε περίπου 99% σε σύγκριση με τη βενζίνη ή το πετρέλαιο ντίζελ. Στην Ελλάδα, το φυσικό αέριο θα διαδραματίσει κρίσιμο ρόλο στην παραγωγή ηλεκτρικής ενέργειας, δεδομένων των στόχων που έχουν ήδη τεθεί για τη μείωση των εκπομπών αερίων του θερμοκηπίου και το σχέδιο σταδιακής εξάλειψης του λιγνίτη. Περισσότερο από το 50% της ετήσιας ζήτησης φυσικού αερίου καταναλώνεται στην παραγωγή ηλεκτρικής ενέργειας. Η μετάβαση από το λιγνίτη στο αέριο για την παραγωγή ηλεκτρικής ενέργειας μπορεί να εξοικονομήσει τεράστιες ποσότητες εκπομπών CO 2 , λαμβάνοντας υπόψη ότι εξοικονομούμε περίπου 2/3 των εκπομπών CO 2 κατά τη χρήση φυσικού αερίου.