Καμπάνια SEV4jobs
Καμπάνια SEV4jobs

Tα θεμελιώδη χαρακτηριστικά του φαινομένου της οικονομικής μετανάστευσης και ειδικότερα της επιστημονικής (brain drain) και της υποαπασχόλησης σε θέσεις εργασίας χαμηλής εξειδίκευσης σε σχέση με τις σπουδές και ακούσιας μερικής απασχόλησης (brain waste) καταγράφουν οι οικονομικοί αναλυτές της Alpha Bank στο τελευταίο εβδομαδιαίο οικονομικό δελτίο της Τράπεζας.

Στην ανάλυση καταγράφονται οι αιτίες εξόδου σημαντικού μέρους του ανθρωπίνου κεφαλαίου από τη χώρα. Επιπλέον, εξετάζονται τα εν δυνάμει κίνητρα επαναπατρισμού στο εγγύς μέλλον, δεδομένου ότι η οικονομία έχει εισέλθει σε τροχιά ήπιας ανάπτυξης τα τελευταία έτη με τη δημιουργία θέσεων εργασίας, αν και ο ρυθμός μεταβολής της παραγωγικότητας, όπως αναφέρεται στην ανάλυση, είναι ασθενικός. Τέλος, παρατίθενται συνοπτικά ορισμένες προτάσεις πολιτικής προς την κατεύθυνση αντιμετώπισης του εν λόγω φαινομένου, καθώς και τις προϋποθέσεις αντιστροφής του σε brain gain.

Πλήθος ερευνών που διεξήχθησαν κατά τη διάρκεια της ύφεσης συνδέουν τη μαζική εκροή εξειδικευμένου ανθρωπίνου δυναμικού τόσο με την κρίση χρέους, όσο και με τις χρόνιες ενδογενείς αδυναμίες της ελληνικής οικονομίας, οι οποίες επέτειναν έτι περαιτέρω το φαινόμενο, αναφέρεται στο δελτίο της τράπεζας.

Συνοπτικά, σύμφωνα με τη μελέτη της Alpha Bank που αναμεταδίδει το ΑΠΕ-ΜΠΕ, οι βασικοί παράγοντες της μαζικής απώλειας ενός δυναμικού τμήματος του εργατικού δυναμικού της χώρας μας μπορούν να χωρισθούν σε δύο κατηγορίες:

– Οικονομικοί: Παρατεταμένη ανεργία ή υποαπασχόληση, δηλαδή εργαζόμενοι σε θέσεις μερικής απασχόλησης, ενώ θα επιθυμούσαν να είχαν σύμβαση πλήρους απασχόλησης, ή σε θέσεις που απαιτούν λιγότερα προσόντα και αντιστοιχούν σε χαμηλότερους μισθούς. Ειδικότερα, το ποσοστό των εργαζομένων που εργάζονται με σύμβαση μερικής απασχόλησης, άνω των 25 ετών, οι οποίοι είναι απόφοιτοι τριτοβάθμιας εκπαίδευσης και δηλώνουν ότι υποαπασχολούνται – δηλαδή επιθυμούν να εργασθούν περισσότερες ώρες εβδομαδιαίως στη χώρα μας ανήλθε την πενταετία 2014-2018 στο 19,8%, έναντι 13,5% την περίοδο 2009-2013. Η αύξηση αυτή προέκυψε, μεταξύ άλλων, από τη θέσπιση ευέλικτων μορφών εργασίας και την αύξηση της μερικής απασχόλησης (9,2% της συνολικής απασχόλησης το 2018, από 8,5% το 2013 και 6,5% το 2010), καθώς και από την ταυτόχρονη αύξηση του ποσοστού πτυχιούχων τριτοβάθμιας εκπαίδευσης που κάλυψε θέσεις μερικής απασχόλησης (27,2% το 2018, από 20,8% το 2013). Στην περίπτωση αυτή η εκροή του ανθρώπινου κεφαλαίου συνδέεται με την προσπάθεια να αποφευχθεί το brain waste.

Σημαντικά υψηλό ποσοστό πτυχιούχων που δηλώνουν ότι υποαπασχολούνται, αν και χαμηλότερο από το αντίστοιχο της Ελλάδας, έχει καταγραφεί και στην Ισπανία (16,6% την πενταετία 2014-2018), χώρα που επίσης αντιμετωπίζει το φαινόμενο του brain drain. Αντίθετα, στη Γερμανία, η οποία αποτελεί έναν από τους προορισμούς των νέων πτυχιούχων που αναζητούν εργασία στο εξωτερικό, το αντίστοιχο ποσοστό για το ίδιο διάστημα διαμορφώθηκε στο χαμηλό 2,5%.

Επιπρόσθετοι οικονομικοί παράγοντες που οδήγησαν στην εκροή εξειδικευμένου εργατικού δυναμικού στο εξωτερικό ήταν οι ανταγωνιστικότερες μισθολογικές απολαβές, οι προοπτικές εξέλιξης, αλλά και οι ποιοτικότερες εργασιακές συνθήκες (π.χ. σεβασμός προς τα δικαιώματα του εργαζομένου, ευέλικτο ωράριο εργασίας, συνεχής εκπαίδευση), λόγοι οι οποίοι είναι πρωταρχικοί στην απώλεια εξειδικευμένου προσωπικού, νέων και ταλαντούχων επιστημόνων στο εξωτερικό.

– Θεσμικοί – Κοινωνικοί: Η έλλειψη αξιοκρατίας, το υψηλό επίπεδο διαφθοράς, ο μεγάλος όγκος γραφειοκρατίας, η πολιτική αστάθεια, οι χαμηλής ποιότητας κοινωνικές παροχές και το δυσλειτουργικό εκπαιδευτικό σύστημα στοιχειοθετούν τους κύριους παράγοντες, οι οποίοι απαξίωσαν σημαντικά το επίπεδο ευημερίας των Ελλήνων την προηγούμενη δεκαετία και ως εκ τούτου ώθησαν ένα τμήμα του παραγωγικού εργατικού δυναμικού να αναζητήσει υψηλότερο βιοτικό επίπεδο στο εξωτερικό.

Brain Drain: Κλαδική και Γεωγραφική Κατανομή

Ο πληθυσμός του εργατικού δυναμικού υψηλών δεξιοτήτων που εγκατέλειψε τη χώρα κατά τη διάρκεια της ύφεσης μεγαλώνει ηλικιακά και επεκτείνει τις προοπτικές του στο εξωτερικό, δημιουργώντας οικογένεια. Επιπλέον, η επαγγελματική πρόοδος, σε συνδυασμό με την εξασφάλιση υψηλότερων εισοδημάτων, συνιστούν σοβαρούς δεσμευτικούς λόγους παραμονής στο εξωτερικό, με συνέπεια να καθίσταται δύσκολη η επιστροφή στην Ελλάδα και επομένως η αξιοποίηση των εμπειριών και γνώσεων που έχει αποκτηθεί στο εξωτερικό.

Τον Ιούλιο του 2019, δημοσιεύθηκε έρευνα της ICAP σχετικά με τη γενιά των νέων απόδημων Ελλήνων (“Brain Drain & Gain 2018”), στην οποία συμμετείχαν 942 Έλληνες που εργάζονταν κατά το χρονικό διάστημα διεξαγωγής της έρευνας, ή είχαν εργαστεί στο παρελθόν, σε 43 χώρες. Αναφορικά με την ηλικία και το επίπεδο εκπαίδευσης των συμμετεχόντων, σημειώνεται ότι το 55% ήταν άτομα άνω των 35 ετών και το 69% άτομα υψηλής εξειδίκευσης, δηλαδή κάτοχοι μεταπτυχιακού ή/και διδακτορικού.

 

Σε ποιες χώρες και σε ποιους κλάδους εργάζεται η «γενιά του Brain Drain»;

Η πλειονότητα εργάζεται πλέον στην Ευρώπη (75%), με το μεγαλύτερο ποσοστό να διαμένει στο Ηνωμένο Βασίλειο (24%). Οι ευρωπαϊκές χώρες μετεγκατάστασης που ακολουθούν στην κατάταξη είναι: η Ολλανδία (11%), η Ελβετία (8%) και η Γερμανία (6%), ενώ εκτός Ευρώπης, σύμφωνα με την έρευνα, η πλειοψηφία των νέων απόδημων Ελλήνων βρίσκεται στις ΗΠΑ και τον Καναδά (9%).

Οι βασικοί κλάδοι στους οποίους απασχολούνται ή έχουν απασχοληθεί όσοι συμμετείχαν στην έρευνα είναι η Πληροφορική (16% έναντι 11% στην αντίστοιχη έρευνα του 2015), ο Τραπεζικός-Οικονομικός- Ασφαλιστικός κλάδος (9%), ενώ έπονται οι Υπηρεσίες προς επιχειρήσεις (7%), η Επιστήμη και Έρευνα (7%) και η Εκπαίδευση (7%).

Στα βασικά κίνητρα επιστροφής τους στην Ελλάδα – εκτός από τις ανταγωνιστικότερες οικονομικές απολαβές – συγκαταλέγονται ο νόστος για την πατρίδα, η οικογένεια, το κλίμα και ο τρόπος ζωής, ενώ επίσης σημαντική είναι η εν δυνάμει βελτίωση της οικονομικής κατάστασης της χώρας. Ο επαναπατρισμός της «γενιάς του brain-drain» είναι σημαντικός στη φάση της οικονομικής ανάπτυξης της χώρας μας, καθώς η αξιοποίηση των ανωτέρω προσόντων και της υψηλής εξειδίκευσης που αναπτύχθηκε περαιτέρω στο εξωτερικό, μπορεί να συνεισφέρει στην αύξηση της παραγωγικότητας της εργασίας σε κλάδους υψηλής τεχνολογίας, αναπτυξιακής δυναμικής και κατ’ επέκταση υψηλής προστιθέμενης αξίας.

 

Σχεδιασμός πολιτικών και κινήτρων

Σύμφωνα με την ανάλυση της Alpha Bank, η εκροή του ανθρωπίνου κεφαλαίου υψηλής εξειδίκευσης από την Ελλάδα, παράλληλα με την ομαλή και ταχεία ενσωμάτωσή του στη διεθνή αγορά εργασίας, καθιστά το μηχανισμό επαναπατρισμού του εν λόγω πληθυσμού δύσκολο εγχείρημα. Επιπλέον, το γεγονός ότι όσο υψηλότερο είναι το επίπεδο μόρφωσης του πληθυσμού, τόσο μεγαλύτερη είθισται να είναι η κινητικότητα εργασίας εκτός χώρας καθιστά ακόμα και την ανακοπή της δυναμικής του φαινομένου πολύπλοκη διαδικασία. Σύμφωνα με την ανάλυση των δεδομένων της ICAP, υπάρχουν ενδείξεις βελτίωσης ως προς την ένταση και το μέγεθος του φαινομένου, καθώς σχετικά λιγότερα άτομα συνολικά, αλλά και λιγότεροι νέοι ηλικίας 18-30 ετών έχουν φύγει στο εξωτερικό τα τελευταία δύο χρόνια. Ωστόσο, η ανάλυση των ποιοτικών χαρακτηριστικών αυτού του πληθυσμού (δηλαδή ποιοι και γιατί εγκαταλείπουν τη χώρα) μπορεί να προσφέρει χρήσιμα στοιχεία για τον άμεσο σχεδιασμό κατευθυντήριων γραμμών και την εφαρμογή συγκεκριμένων πολιτικών δράσεων με σκοπό τον επαναπατρισμό των νέων απόδημων Ελλήνων, όπως επιτάχυνση των διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων και υιοθέτηση οικονομικών κινήτρων, αναβάθμιση του εκπαιδευτικού συστήματος και διασύνδεσή του με την αγορά εργασίας, βελτίωση των προοπτικών και του επενδυτικού προφίλ της ελληνικής οικονομίας.

Η στροφή του οικονομικού υποδείγματος της οικονομίας προς τομείς που παράγουν υψηλότερη προστιθέμενη αξία, αναφέρουν μεταξύ άλλων οι οικονομικοί αναλυτές της Alpha Bank, αποτελεί εκ των ων ουκ άνευ προϋπόθεση για την επιστροφή των ταλαντούχων επιστημόνων και του υψηλής κατάρτισης εργατικού δυναμικού. Η αλλαγή του υποδείγματος της οικονομίας θα πρέπει να υποστηριχθεί επενδυτικά από τη δημιουργία θέσεων εργασίας που φέρουν χαρακτηριστικά των τομέων υψηλής τεχνολογίας, δηλαδή έντασης κεφαλαίου και γνώσης. Δεδομένης της περιορισμένης δημοσιονομικής ευελιξίας της Ελλάδας, είναι απαραίτητη η επαρκής κρατική χρηματοδότηση μέσω της πλήρους υλοποίησης του προγράμματος δημοσίων επενδύσεων, το οποίο συχνά υποεκτελείται με σκοπό την επίτευξη ή την υπέρβαση των δημοσιονομικών στόχων. Παράλληλα, οι αναγκαίοι πόροι για τις επενδύσεις στους πιο παραγωγικούς κλάδους της οικονομίας, δύνανται να καλυφθούν σε μεγάλο ποσοστό από την εισροή εγχώριων και ξένων ιδιωτικών κεφαλαίων. Αναγκαία προϋπόθεση για να επιτευχθεί αυτός ο στόχος είναι η ενίσχυση της εικόνας της χώρας ως ελκυστικού και αξιόπιστου επενδυτικού προορισμού.